σύντεχνος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui exerce la même profession que, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τέχνη]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui exerce la même profession que, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τέχνη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύντεχνος''': ὁ, ἡ, [[ὁμότεχνος]], τὴν αὐτὴν τέχνην ἀσκῶν, [[σύντροφος]] ἐν τῇ [[τέχνη]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 226· μετὰ γεν., ὁ [[σύντροφος]] ἢ [[συνεργάτης]] τινός, αὐτ. ἐν Βατρ. 763· [[Ἀθηνᾶ]] λέγεται [[σύντεχνος]] τοῦ Ἡφαίστου, Πλάτ. Πολιτ. 274C. Ἐν Ideler Phys. 2. 210, ὡς ἐπίθετ. [[σύντεχνος]], η, ον.
|elnltext=σύντεχνος -ον [σύν, τέχνη] vakgenoot.
}}
{{elru
|elrutext='''σύντεχνος:''' ὁ и товарищ по мастерству Arph., Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σύντεχνος:''' ὁ, ἡ ([[τέχνη]]), αυτός που εξασκεί την [[ίδια]] [[τέχνη]] με κάποιον άλλον, [[ομότεχνος]] κάποιου· με γεν., [[σύντροφος]] ή [[συνεργάτης]] κάποιου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σύντεχνος:''' ὁ, ἡ ([[τέχνη]]), αυτός που εξασκεί την [[ίδια]] [[τέχνη]] με κάποιον άλλον, [[ομότεχνος]] κάποιου· με γεν., [[σύντροφος]] ή [[συνεργάτης]] κάποιου, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύντεχνος:''' ὁ и товарищ по мастерству Arph., Plat.
|lstext='''σύντεχνος''': , , [[ὁμότεχνος]], τὴν αὐτὴν τέχνην ἀσκῶν, [[σύντροφος]] ἐν τῇ [[τέχνη]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 226· μετὰ γεν., ὁ [[σύντροφος]] ἢ [[συνεργάτης]] τινός, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 763· ἡ [[Ἀθηνᾶ]] λέγεται [[σύντεχνος]] τοῦ Ἡφαίστου, Πλάτ. Πολιτ. 274C. Ἐν Ideler Phys. 2. 210, ὡς ἐπίθετ. [[σύντεχνος]], η, ον.
}}
{{elnl
|elnltext=σύντεχνος -ον [σύν, τέχνη] vakgenoot.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύν-τεχνος, ὁ, ἡ, [[τέχνη]]<br />practising the [[same]] art, c. gen. one's [[mate]] or [[fellow]]-[[workman]], Ar.
|mdlsjtxt=σύν-τεχνος, ὁ, ἡ, [[τέχνη]]<br />practising the [[same]] art, c. gen. one's [[mate]] or [[fellow]]-[[workman]], Ar.
}}
}}