σχοινοτενής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />tendu comme une corde ; en droite ligne, droit.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]], [[τείνω]].
|btext=ής, ές :<br />tendu comme une corde ; en droite ligne, droit.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]], [[τείνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σχοινοτενής''': -ές, ([[τείνω]]) ἐκτεταμένος ὡς ὁ [[σχοῖνος]] δι’ οὗ μετρεῖ τις, [[ὅθεν]], 1) τεταμένος κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἡρόδ. 1. 189, 199· σχοινοτενὲς ποιήσασθαι, σύρειν εὐθεῖαν γραμμήν, ὁ αὐτ. 7. 23. 2) μεταφορ., ἐκτεταμένος κατὰ [[μῆκος]], πολὺ ἐκτεταμένος, [[μακρός]], ᾄσματα Φιλόστρ. 747, Εὐστ., κλπ.· - ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Πίνδ. ἐν Ἀποσπ. 47 ἔχει ἰδιότυπον θηλ. σχοινοτένεια ἀοιδά, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἡδυέπεια, μουνογένεια. ΙΙ. πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, σπυρὶς Ἀνθ. Π. 6. 5.
|elnltext=σχοινοτενής -ές [σχοῖνος, τείνω] lijnrecht.
}}
{{elru
|elrutext='''σχοινοτενής:'''<br /><b class="num">1)</b> проведенный по натянутому канату, т. е. совершенно прямой ([[διῶρυξ]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[тростниковый]], [[плетеный]] ([[σπυρίς]] Anth.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σχοινοτενής:''' -ές ([[σχοῖνος]] I<b>V</b>, [[τείνω]]), αυτός που έχει εκταθεί, που έχει τεντωθεί όπως το [[σχοινί]] με το οποίο μετράει [[κάποιος]] εκτάσεις, αυτός που έχει εκταθεί σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], [[ευθύς]], [[ίσιος]], σε Ηρόδ.· <i>σχοινοτενὲς ποιήσασθαι</i>, [[σύρω]], [[τραβώ]] [[ευθεία]] [[γραμμή]], στον ίδ.
|lsmtext='''σχοινοτενής:''' -ές ([[σχοῖνος]] I<b>V</b>, [[τείνω]]), αυτός που έχει εκταθεί, που έχει τεντωθεί όπως το [[σχοινί]] με το οποίο μετράει [[κάποιος]] εκτάσεις, αυτός που έχει εκταθεί σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], [[ευθύς]], [[ίσιος]], σε Ηρόδ.· <i>σχοινοτενὲς ποιήσασθαι</i>, [[σύρω]], [[τραβώ]] [[ευθεία]] [[γραμμή]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σχοινοτενής:'''<br /><b class="num">1)</b> проведенный по натянутому канату, т. е. совершенно прямой ([[διῶρυξ]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[тростниковый]], [[плетеный]] ([[σπυρίς]] Anth.).
|lstext='''σχοινοτενής''': -ές, ([[τείνω]]) ἐκτεταμένος ὡς ὁ [[σχοῖνος]] δι’ οὗ μετρεῖ τις, [[ὅθεν]], 1) τεταμένος κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἡρόδ. 1. 189, 199· σχοινοτενὲς ποιήσασθαι, σύρειν εὐθεῖαν γραμμήν, ὁ αὐτ. 7. 23. 2) μεταφορ., ἐκτεταμένος κατὰ [[μῆκος]], πολὺ ἐκτεταμένος, [[μακρός]], ᾄσματα Φιλόστρ. 747, Εὐστ., κλπ.· - ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Πίνδ. ἐν Ἀποσπ. 47 ἔχει ἰδιότυπον θηλ. σχοινοτένεια ἀοιδά, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἡδυέπεια, μουνογένεια. ΙΙ. πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, σπυρὶς Ἀνθ. Π. 6. 5.
}}
{{elnl
|elnltext=σχοινοτενής -ές [σχοῖνος, τείνω] lijnrecht.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σχοινο-τενής, ές [[σχοῖνος]] IV, [[τείνω]]<br />stretched outlike a measuring [[line]], [[drawn]] in a [[straight]] [[line]], Hdt.; σχοινοτενὲς ποιήσασθαι to [[draw]] a [[straight]] [[line]], Hdt.
|mdlsjtxt=σχοινο-τενής, ές [[σχοῖνος]] IV, [[τείνω]]<br />stretched outlike a measuring [[line]], [[drawn]] in a [[straight]] [[line]], Hdt.; σχοινοτενὲς ποιήσασθαι to [[draw]] a [[straight]] [[line]], Hdt.
}}
}}