τριγέρων: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=οντος (ὁ, ἡ)<br />trois fois vieux, très vieux.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[γέρων]].
|btext=οντος (ὁ, ἡ)<br />trois fois vieux, très vieux.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[γέρων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῐγέρων''': -οντος, ὁ, ἡ, τριπλασίως [[γέρων]] ἢ τρὶς [[γέρων]], δηλ. ὑπεργήρως, [[τριγέρων]] [[μῦθος]] τάδε φωνεῖ, [[μῦθος]] τρὶς ἢ [[πολλάκις]] λεχθείς, [[παμπάλαιος]], Αἰσχύλ. Χο. 314˙ τρ. [[Νέστωρ]] Ἀνθ. Π. 7, 144, πρβλ. 157˙ [[οἶνος]] Εὐστ. Πονήμ. 304. 70.
|elnltext=τριγέρων -οντος [τρι -, γέρων] adj., driedubbel oud, oeroud.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐγέρων:''' οντος adj. трижды, т. е. весьма старый, древний ([[μῦθος]] Aesch.; [[Νέστωρ]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τρῐγέρων:''' -οντος, ὁ, ἡ, τριπλάσια ηλικιωμένος ή [[παλιός]], [[τριγέρων]] [[μῦθος]] [[τάδε]] φωνεῖ, [[παμπάλαιος]] [[μύθος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τρῐγέρων:''' -οντος, ὁ, ἡ, τριπλάσια ηλικιωμένος ή [[παλιός]], [[τριγέρων]] [[μῦθος]] [[τάδε]] φωνεῖ, [[παμπάλαιος]] [[μύθος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῐγέρων:''' οντος adj. трижды, т. е. весьма старый, древний ([[μῦθος]] Aesch.; [[Νέστωρ]] Anth.).
|lstext='''τρῐγέρων''': -οντος, ὁ, ἡ, τριπλασίως [[γέρων]] ἢ τρὶς [[γέρων]], δηλ. ὑπεργήρως, [[τριγέρων]] [[μῦθος]] τάδε φωνεῖ, [[μῦθος]] τρὶς ἢ [[πολλάκις]] λεχθείς, [[παμπάλαιος]], Αἰσχύλ. Χο. 314˙ τρ. [[Νέστωρ]] Ἀνθ. Π. 7, 144, πρβλ. 157˙ [[οἶνος]] Εὐστ. Πονήμ. 304. 70.
}}
{{elnl
|elnltext=τριγέρων -οντος [τρι -, γέρων] adj., driedubbel oud, oeroud.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐ-[[γέρων]], οντος, [from τρῐγένεια]<br />[[triply]] old, τρ. [[μῦθος]] [[τάδε]] φωνεῖ 'tis a [[thrice]]-told [[tale]], Aesch.
|mdlsjtxt=τρῐ-[[γέρων]], οντος, [from τρῐγένεια]<br />[[triply]] old, τρ. [[μῦθος]] [[τάδε]] φωνεῖ 'tis a [[thrice]]-told [[tale]], Aesch.
}}
}}