ψώμισμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />morceau, bouchée.<br />'''Étymologie:''' [[ψωμίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />morceau, bouchée.<br />'''Étymologie:''' [[ψωμίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψώμισμα''': τό, ὡς τὸ [[ψωμός]], [[τεμάχιον]] ἄρτου, [[βλωμός]], «βουκιά», [[τροφή]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3, Πλουτ. Ρωμ. 27. - παρὰ Βυζ. [[ὡσαύτως]] ψωμισμός, .
|elnltext=ψώμισμα -ατος, τό [ψωμίζω] brok eten, hap.
}}
{{elru
|elrutext='''ψώμισμα:''' ατος τό кусок пищи Arst., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ψώμισμα:''' -ατος, τό, = [[ψωμός]], [[κομμάτι]] ψωμιού, [[μπουκιά]], σε Αριστ., Πλούτ.
|lsmtext='''ψώμισμα:''' -ατος, τό, = [[ψωμός]], [[κομμάτι]] ψωμιού, [[μπουκιά]], σε Αριστ., Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψώμισμα:''' ατος τό кусок пищи Arst., Plut.
|lstext='''ψώμισμα''': τό, ὡς τὸ [[ψωμός]], [[τεμάχιον]] ἄρτου, [[βλωμός]], «βουκιά», [[τροφή]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3, Πλουτ. Ρωμ. 27. - παρὰ Βυζ. [[ὡσαύτως]] ψωμισμός, .
}}
{{elnl
|elnltext=ψώμισμα -ατος, τό [ψωμίζω] brok eten, hap.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ψώμισμα]], ατος, τό, = [[ψωμός]], Arist., Plut.]
|mdlsjtxt=[[ψώμισμα]], ατος, τό, = [[ψωμός]], Arist., Plut.]
}}
}}