διαλανθάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαλήσω, <i>ao.2</i> διέλαθον, <i>etc.</i><br />demeurer caché, être ignoré : διαλανθάνειν θεούς XÉN être ignoré des dieux, échapper à la connaissance des dieux ; διαλήσει χρηστὸς [[ὤν]] ISOCR on ignorera qu’il est homme de bien ; διαλαθὼν εἰσέρχεται THC il entre sans avoir été remarqué.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λανθάνω]].
|btext=<i>f.</i> διαλήσω, <i>ao.2</i> διέλαθον, <i>etc.</i><br />demeurer caché, être ignoré : διαλανθάνειν θεούς XÉN être ignoré des dieux, échapper à la connaissance des dieux ; διαλήσει χρηστὸς [[ὤν]] ISOCR on ignorera qu’il est homme de bien ; διαλαθὼν εἰσέρχεται THC il entre sans avoir été remarqué.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λανθάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δια-λανθάνω verborgen blijven, met acc. voor iemand:; σὲ τοῦτο διαλέληθε dat is je ontgaan Plat. Euthyd. 278a; met persoonlijk geconstrueerd ptc.:; διαλήσει χρηστὸς ὤν hoe goed hij is zal verborgen blijven Isocr. 3.16; ptc. aor. ongemerkt:. διαλαθὼν ἐσέρχεται hij komt ongezien binnen Thuc. 3.25.1.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλανθάνω:''' (fut. διαλήσω, aor. 2 [[διέλαθον]], pf. διαλέληθα) быть скрытым, незаметным (ὁ διαλεληθὼς [[σοφός]] Plut.): διαλαθὼν εἰσέρχεται Thuc. он незаметно входит; σὲ [[τοῦτο]] διαλέληθε Plat. это от тебя ускользнуло; οὐδὲ γὰρ ἐμὲ [[τοῦτο]] διέλαθεν Isocr. я этого не упустил из виду; θεοὺς διαλαθεῖν Xen. укрыться от богов; διαλήσει χρηστὸς ὤν Isocr. никто не узнает, что он честен; [[ἵνα]] μὴ τοιοῦτοι διαλάθοιεν Isocr. чтобы такие (люди) не оставались в безвестности; [[δεῖ]] μὴ διαλεληθέναι, [[πῶς]] … Arst. не должно оставаться неизвестным, каким образом ….
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαλανθάνω:''' μέλ. -[[λήσω]], αόρ. βʹ [[διέλαθον]], [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου, <i>διαλαθὼν εἰσέρχεται</i>, σε Θουκ.· με αιτ. προσ., [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου, σε Ξεν.
|lsmtext='''διαλανθάνω:''' μέλ. -[[λήσω]], αόρ. βʹ [[διέλαθον]], [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου, <i>διαλαθὼν εἰσέρχεται</i>, σε Θουκ.· με αιτ. προσ., [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-λανθάνω verborgen blijven, met acc. voor iemand:; σὲ τοῦτο διαλέληθε dat is je ontgaan Plat. Euthyd. 278a; met persoonlijk geconstrueerd ptc.:; διαλήσει χρηστὸς ὤν hoe goed hij is zal verborgen blijven Isocr. 3.16; ptc. aor. ongemerkt:. διαλαθὼν ἐσέρχεται hij komt ongezien binnen Thuc. 3.25.1.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλανθάνω:''' (fut. διαλήσω, aor. 2 [[διέλαθον]], pf. διαλέληθα) быть скрытым, незаметным (ὁ διαλεληθὼς [[σοφός]] Plut.): διαλαθὼν εἰσέρχεται Thuc. он незаметно входит; σὲ [[τοῦτο]] διαλέληθε Plat. это от тебя ускользнуло; οὐδὲ γὰρ ἐμὲ [[τοῦτο]] διέλαθεν Isocr. я этого не упустил из виду; θεοὺς διαλαθεῖν Xen. укрыться от богов; διαλήσει χρηστὸς ὤν Isocr. никто не узнает, что он честен; [[ἵνα]] μὴ τοιοῦτοι διαλάθοιεν Isocr. чтобы такие (люди) не оставались в безвестности; [[δεῖ]] μὴ διαλεληθέναι, [[πῶς]] … Arst. не должно оставаться неизвестным, каким образом ….
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[λήσω]] aor2 [[διέλαθον]]<br />to [[escape]] [[notice]], διαλαθὼν εἰσέρχεται Thuc.: c. acc. pers. to [[escape]] the [[notice]] of, Xen.
|mdlsjtxt=fut. -[[λήσω]] aor2 [[διέλαθον]]<br />to [[escape]] [[notice]], διαλαθὼν εἰσέρχεται Thuc.: c. acc. pers. to [[escape]] the [[notice]] of, Xen.
}}
}}