πεῖσις: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] ἡ, = [[πάθος]], Hipp.; bei spätern Philosophen hießen πείσεις bes. die mäßigern u. edlern Leidenschaften, S. Emp. öfter, ἐκ τῶν περὶ αὐτῷ πείσεων καὶ παθῶν, adv. log. 1, 384; vgl. M. Ant. 3, 6. ἡ, Überredung, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] ἡ, = [[πάθος]], Hipp.; bei spätern Philosophen hießen πείσεις bes. die mäßigern u. edlern Leidenschaften, S. Emp. öfter, ἐκ τῶν περὶ αὐτῷ πείσεων καὶ παθῶν, adv. log. 1, 384; vgl. M. Ant. 3, 6. ἡ, Überredung, Sp.
}}
{{elnl
|elnltext=πεῖσις -εως, ἡ [πάσχω] geneesk. ziekte.
}}
{{elru
|elrutext='''πεῖσις:''' εως ἡ [[πάσχω]] филос. душевное волнение, эмоция Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[πάθος]], το [[νόσημα]], η [[ασθένεια]] («πᾶν τὸ [[σῶμα]] αἰσθήσεται τὴν πεῑσιν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πείσεις</i><br /><b>μτφ.</b> οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα του ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις της ψυχής», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πάσχω]].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α [[πείθω]]<br />η [[πειθώ]], η κατάπειση.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[πάθος]], το [[νόσημα]], η [[ασθένεια]] («πᾶν τὸ [[σῶμα]] αἰσθήσεται τὴν πεῑσιν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πείσεις</i><br /><b>μτφ.</b> οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα του ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις της ψυχής», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πάσχω]].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α [[πείθω]]<br />η [[πειθώ]], η κατάπειση.
}}
{{elru
|elrutext='''πεῖσις:''' εως ἡ [[πάσχω]] филос. душевное волнение, эмоция Sext.
}}
{{elnl
|elnltext=πεῖσις -εως, ἡ [πάσχω] geneesk. ziekte.
}}
}}