3,274,916
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />tout à fait sec, entièrement desséché.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξηρός]]. | |btext=ος, ον :<br />tout à fait sec, entièrement desséché.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξηρός]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατά-ξηρος -ον droog. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάξηρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высохший]], [[пересохший]] (ἡ [[γλῶττα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[изнуренный]], [[изнемогший]] (sc. διὰ τὸν πόνον Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κατάξερος]], -η, -ο (AM [[κατάξηρος]], -ον)<br />εντελώς [[ξηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μόνος]], [[χωρίς]] συγγενείς και φίλους, [[ολομόναχος]] («[[τώρα]] που έφυγαν τα [[παιδιά]] του έμεινε [[κατάξερος]] [[μέσα]] στο έρημο [[σπίτι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ναρκωμένος, [[αναίσθητος]], [[χωρίς]] [[σφρίγος]] («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ ἡμῶν [[κατάξηρος]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει [[επιθυμία]] ή ζήλο για [[κάτι]] («καταξήρους πρὸς τὴν τῆς παιδείας ἐπιμέλειαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάξερα</i> (Α [[καταξήρως]])<br />εντελώς [[ξερά]], εντελώς [[στεγνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> με ασκητικό τρόπο («τῷ ἀσκητικῷ βίῳ [[καταξήρως]] προσέχοντες», Ιππόλ.). | |mltxt=και [[κατάξερος]], -η, -ο (AM [[κατάξηρος]], -ον)<br />εντελώς [[ξηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μόνος]], [[χωρίς]] συγγενείς και φίλους, [[ολομόναχος]] («[[τώρα]] που έφυγαν τα [[παιδιά]] του έμεινε [[κατάξερος]] [[μέσα]] στο έρημο [[σπίτι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ναρκωμένος, [[αναίσθητος]], [[χωρίς]] [[σφρίγος]] («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ ἡμῶν [[κατάξηρος]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει [[επιθυμία]] ή ζήλο για [[κάτι]] («καταξήρους πρὸς τὴν τῆς παιδείας ἐπιμέλειαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάξερα</i> (Α [[καταξήρως]])<br />εντελώς [[ξερά]], εντελώς [[στεγνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> με ασκητικό τρόπο («τῷ ἀσκητικῷ βίῳ [[καταξήρως]] προσέχοντες», Ιππόλ.). | ||
}} | }} |