γόγγρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />congre, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de sûr ; cf. [[γράω]] selon étym. pop. antique.
|btext=ου (ὁ) :<br />congre, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de sûr ; cf. [[γράω]] selon étym. pop. antique.
}}
{{elru
|elrutext='''γόγγρος:''' ὁ зоол. угорь Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γόγγρος]])<br />[[τελεόστεος]] [[ιχθύς]], [[χέλι]] της θάλασσας, [[μουγγρί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρόζος]] στον φλοιό τών δέντρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια [[λέξη]] μεσογειακής προελεύσεως μένει αναπόδεικτη. Πιθ. πρόκειται για δημώδη τ. που μπορεί να συσχετιστεί με τον τ. [[γογγύλος]]<br />ανάγεται σε υποθετικό <i>γογγρός</i> «[[στρογγυλός]]»].
|mltxt=ο (AM [[γόγγρος]])<br />[[τελεόστεος]] [[ιχθύς]], [[χέλι]] της θάλασσας, [[μουγγρί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρόζος]] στον φλοιό τών δέντρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια [[λέξη]] μεσογειακής προελεύσεως μένει αναπόδεικτη. Πιθ. πρόκειται για δημώδη τ. που μπορεί να συσχετιστεί με τον τ. [[γογγύλος]]<br />ανάγεται σε υποθετικό <i>γογγρός</i> «[[στρογγυλός]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''γόγγρος:''' ὁ зоол. угорь Arst., Plut.
}}
}}
{{etym
{{etym