δίφριος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de char.<br />'''Étymologie:''' [[δίφρος]].
|btext=α, ον :<br />de char.<br />'''Étymologie:''' [[δίφρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίφριος:''' [[колесничный]]: δίφρια συρόμενος Anth. влекомый колесницей.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίφριος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στο [[άρμα]]· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>[[δίφρια]] συρόμενος</i>, αυτός που σύρεται [[πίσω]] από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.
|lsmtext='''δίφριος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στο [[άρμα]]· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>[[δίφρια]] συρόμενος</i>, αυτός που σύρεται [[πίσω]] από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίφριος:''' [[колесничный]]: δίφρια συρόμενος Anth. влекомый колесницей.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δίφριος]], η, ον <i>adj</i><br />of a [[chariot]]: neut. pl. as adv., δίφρια συρόμενος dragged at the [[chariot]] wheels, Anth.
|mdlsjtxt=[[δίφριος]], η, ον <i>adj</i><br />of a [[chariot]]: neut. pl. as adv., δίφρια συρόμενος dragged at the [[chariot]] wheels, Anth.
}}
}}