3,255,243
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de char.<br />'''Étymologie:''' [[δίφρος]]. | |btext=α, ον :<br />de char.<br />'''Étymologie:''' [[δίφρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίφριος:''' [[колесничный]]: δίφρια συρόμενος Anth. влекомый колесницей. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίφριος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στο [[άρμα]]· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>[[δίφρια]] συρόμενος</i>, αυτός που σύρεται [[πίσω]] από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ. | |lsmtext='''δίφριος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στο [[άρμα]]· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>[[δίφρια]] συρόμενος</i>, αυτός που σύρεται [[πίσω]] από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δίφριος]], η, ον <i>adj</i><br />of a [[chariot]]: neut. pl. as adv., δίφρια συρόμενος dragged at the [[chariot]] wheels, Anth. | |mdlsjtxt=[[δίφριος]], η, ον <i>adj</i><br />of a [[chariot]]: neut. pl. as adv., δίφρια συρόμενος dragged at the [[chariot]] wheels, Anth. | ||
}} | }} |