εὐνουχίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=rendre eunuque, châtrer, mutiler.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνοῦχος]].
|btext=rendre eunuque, châtrer, mutiler.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνοῦχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐνουχίζω:''' [[делать евнухом]], [[оскоплять]] (τινά Luc., NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μουνουχίζω]] (ΑΜ [[εὐνουχίζω]]) [[ευνούχος]]<br />[[αφαιρώ]] ή [[καταστρέφω]] τους γεννητικούς αδένες κάποιου, [[καθιστώ]] κάποιον ευνούχο, [[στειρώνω]] («εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />(μτφ. για τη γη) [[μεταβάλλω]] σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[φάρμακο]]) [[αφαιρώ]] τη δραστικότητά του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐνουχίζω]] ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, [[εγκρατεύομαι]], [[απέχω]] από [[κάτι]].
|mltxt=και [[μουνουχίζω]] (ΑΜ [[εὐνουχίζω]]) [[ευνούχος]]<br />[[αφαιρώ]] ή [[καταστρέφω]] τους γεννητικούς αδένες κάποιου, [[καθιστώ]] κάποιον ευνούχο, [[στειρώνω]] («εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />(μτφ. για τη γη) [[μεταβάλλω]] σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[φάρμακο]]) [[αφαιρώ]] τη δραστικότητά του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐνουχίζω]] ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, [[εγκρατεύομαι]], [[απέχω]] από [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐνουχίζω:''' [[делать евнухом]], [[оскоплять]] (τινά Luc., NT).
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':eÙnouc⋯zw 由恩烏希索<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':閹割<br />'''字義溯源''':去勢,閹割,閹;源自([[εὐνοῦχος]])=去勢的人);由([[εὐμετάδοτος]])X*=床,基)與([[ἔχω]])*=持)組成<br />'''出現次數''':總共(2);太(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 閹的(2) 太19:12; 太19:12
|sngr='''原文音譯''':eÙnouc⋯zw 由恩烏希索<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':閹割<br />'''字義溯源''':去勢,閹割,閹;源自([[εὐνοῦχος]])=去勢的人);由([[εὐμετάδοτος]])X*=床,基)與([[ἔχω]])*=持)組成<br />'''出現次數''':總共(2);太(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 閹的(2) 太19:12; 太19:12
}}
}}