θηροκτόνος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue les bêtes sauvages.<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]], [[κτείνω]].
|btext=ος, ον :<br />qui tue les bêtes sauvages.<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]], [[κτείνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θηροκτόνος:''' [[убивающий диких животных]]: [[φοναί]] θηροκτόνοι Eur. истребительная, т. е. обильная охота.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηροκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα· <i>ἐν φοναῖς θηροκτόνοις</i>, δηλ. στο [[κυνήγι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''θηροκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα· <i>ἐν φοναῖς θηροκτόνοις</i>, δηλ. στο [[κυνήγι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηροκτόνος:''' [[убивающий диких животных]]: [[φοναί]] θηροκτόνοι Eur. истребительная, т. е. обильная охота.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θηρο]]-[[κτόνος]], ον [[κτείνω]]<br />[[killing]] [[wild]] beasts, ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, i. e. in the [[chase]], Eur.
|mdlsjtxt=[[θηρο]]-[[κτόνος]], ον [[κτείνω]]<br />[[killing]] [[wild]] beasts, ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, i. e. in the [[chase]], Eur.
}}
}}