3,274,873
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1082.png Seite 1082]] dep. med., poet., 1) als Ziel oder Gränze setzen, übh. festsetzen, anordnen; bes. von der Gottheit od. dem Geschicke, vethängen, κακά τινι, Il. 6, 349. 7, 70; πόλεμόν τινι, Hes. O. 231; vom Könige, πομπὴν δ' ἐς τόδ' ἐγὼ [[τεκμαίρομαι]], ich setze die Entsendung fest, Od. 7, 317; δίκην, Hes. O. 241; auferlegen, anbefehlen, [[ἄλλην]] δ' ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο [[Κίρκη]], Od. 10, 563; in Bezug auf die Zukunft = verkündigen, voraussagen, [[τότε]] τοι τεκμαίρομ' ὄλεθρον, 11, 112. 12, 139; c. inf., bei sich festsetzen, beschließen, H. h. Ap. 285, dem φρονεῖν 287 entsprechend. – Pind. hat so auch das act. τεκμαίρω, zeigen, durch ein Zeichen erkennen lassen, bezeichnen, τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον Ol. 6, 73, τεκμαίρει συγγενὲς [[ἰδεῖν]] N. 6, 8; u. so sagt Aesch. Prom. 608 [[ἀλλά]] μοι τορῶς τέκμηρον, ὅτι μ' ἐπαμμένει [[παθεῖν]], verkünde mir; endigen; τεκμήρατε πᾶσαν ἀοιδήν, Arat. 18. – 2; aus gewissen Zeichen erkennen, vermuthen, schließen, bes. für die Zukunft, einen Schluß machen, eine Vorbedeutung ziehen, ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι, Pind. Ol. 8, 3, aus dem Brandopfer ein Zeichen entnehmen, schließen, vgl. frg. 151, 5; ἔργῳ κοὐ λόγῳ [[τεκμαίρομαι]], Aesch. Prom. 336; ἀνὴρ ἔννους τὰ καινὰ τοῖς [[πάλαι]] τεκμαίρεται, er schließt aus dem Alten auf das Neue, Soph. O. R. 916; εἰ τοῖς [[πάροιθε]] χρὴ τεκμαίρεσθαι, Eur. Rhes. 705; ἀφ' [[αὑτοῦ]] τὴν νόσον τεκμαίρεται, Ar. Vesp. 76; ἐσθῆτι, aus der Kleidung schließen, an ihr erkennen, Her. 7, 16, 3, τούτοις τεκμαιρόμενος [[λέγω]], 1, 57; Thuc. 1, 1. 4, 123; περὶ τῶν μελλόντων τοῖς γεγενημένοις, aus dem Vergangenen die Zukunft errathen, beurtheilen, Isocr. 6, 59; Antiph. 5, 81; πολὺ δικαιότερόν ἐστι τοῖς ἔξ ἀρχῆς ῥηθεῖσι τεκμαίρεσθαι, Dem. 34, 48; ἔκ τινος, Plat. Rep. II, 368 b; ἀπό τινος εἰς τὰ ἄλλα, Theaet. 206 b; εἴ τι δεῖ τοῖς [[πρόσθεν]] ὡμολογημένοις τεκμαίρεσθαι, Etwas folgern, Euthyd. 289 b; ὥςτε γε τῷ ποδὶ τεκμήρασθαι, Phaedr. 230 b; τεκμηράμενος ἕδρας πρεπ ούσας, bezeichnend, Legg. VIII, 849 e; Xen. Cyr. 7, 5, 62; ὀφθαλμοῖς, 4, 3, 21; τεκμήρασθαι ἦν τῷ ψόφῳ, man konnte es aus dem Geräusche schließen, An. 4, 2, 4; τεκμήραιο δ' ἂν τοῦτο καὶ ἀπὸ τῶν ἔν ναυσίν, Xen. Mem. 3, 5, 6; τοῦτο δ' ἄν τις τεκμήραιτο ἐκ τούτου, Pol. 26, 10, 12; auch mit στοχάζεσθαι vrbdn, 9, 2 l, 6. – Auch sich nach einem Zeichen umschen, oft mit dem Nebenbegriffe des Begehrens, Valck. Eur. Phoen. 186; [[τεκμαίρομαι]] εἴ με πεφίληκε, ungewiß sein, Strat. 19 (XII, 177); τεκμαίρεσθαί τι [[πρός]] τι, Etwas auf ein Ziel hinrichten, vgl. D. Per. 100. 135. – Auch = zählen, Ap. Rh. 4, 217, [[τίς]] τάδε τεκμήραιτο. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1082.png Seite 1082]] dep. med., poet., 1) als Ziel oder Gränze setzen, übh. festsetzen, anordnen; bes. von der Gottheit od. dem Geschicke, vethängen, κακά τινι, Il. 6, 349. 7, 70; πόλεμόν τινι, Hes. O. 231; vom Könige, πομπὴν δ' ἐς τόδ' ἐγὼ [[τεκμαίρομαι]], ich setze die Entsendung fest, Od. 7, 317; δίκην, Hes. O. 241; auferlegen, anbefehlen, [[ἄλλην]] δ' ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο [[Κίρκη]], Od. 10, 563; in Bezug auf die Zukunft = verkündigen, voraussagen, [[τότε]] τοι τεκμαίρομ' ὄλεθρον, 11, 112. 12, 139; c. inf., bei sich festsetzen, beschließen, H. h. Ap. 285, dem φρονεῖν 287 entsprechend. – Pind. hat so auch das act. τεκμαίρω, zeigen, durch ein Zeichen erkennen lassen, bezeichnen, τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον Ol. 6, 73, τεκμαίρει συγγενὲς [[ἰδεῖν]] N. 6, 8; u. so sagt Aesch. Prom. 608 [[ἀλλά]] μοι τορῶς τέκμηρον, ὅτι μ' ἐπαμμένει [[παθεῖν]], verkünde mir; endigen; τεκμήρατε πᾶσαν ἀοιδήν, Arat. 18. – 2; aus gewissen Zeichen erkennen, vermuthen, schließen, bes. für die Zukunft, einen Schluß machen, eine Vorbedeutung ziehen, ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι, Pind. Ol. 8, 3, aus dem Brandopfer ein Zeichen entnehmen, schließen, vgl. frg. 151, 5; ἔργῳ κοὐ λόγῳ [[τεκμαίρομαι]], Aesch. Prom. 336; ἀνὴρ ἔννους τὰ καινὰ τοῖς [[πάλαι]] τεκμαίρεται, er schließt aus dem Alten auf das Neue, Soph. O. R. 916; εἰ τοῖς [[πάροιθε]] χρὴ τεκμαίρεσθαι, Eur. Rhes. 705; ἀφ' [[αὑτοῦ]] τὴν νόσον τεκμαίρεται, Ar. Vesp. 76; ἐσθῆτι, aus der Kleidung schließen, an ihr erkennen, Her. 7, 16, 3, τούτοις τεκμαιρόμενος [[λέγω]], 1, 57; Thuc. 1, 1. 4, 123; περὶ τῶν μελλόντων τοῖς γεγενημένοις, aus dem Vergangenen die Zukunft errathen, beurtheilen, Isocr. 6, 59; Antiph. 5, 81; πολὺ δικαιότερόν ἐστι τοῖς ἔξ ἀρχῆς ῥηθεῖσι τεκμαίρεσθαι, Dem. 34, 48; ἔκ τινος, Plat. Rep. II, 368 b; ἀπό τινος εἰς τὰ ἄλλα, Theaet. 206 b; εἴ τι δεῖ τοῖς [[πρόσθεν]] ὡμολογημένοις τεκμαίρεσθαι, Etwas folgern, Euthyd. 289 b; ὥςτε γε τῷ ποδὶ τεκμήρασθαι, Phaedr. 230 b; τεκμηράμενος ἕδρας πρεπ ούσας, bezeichnend, Legg. VIII, 849 e; Xen. Cyr. 7, 5, 62; ὀφθαλμοῖς, 4, 3, 21; τεκμήρασθαι ἦν τῷ ψόφῳ, man konnte es aus dem Geräusche schließen, An. 4, 2, 4; τεκμήραιο δ' ἂν τοῦτο καὶ ἀπὸ τῶν ἔν ναυσίν, Xen. Mem. 3, 5, 6; τοῦτο δ' ἄν τις τεκμήραιτο ἐκ τούτου, Pol. 26, 10, 12; auch mit στοχάζεσθαι vrbdn, 9, 2 l, 6. – Auch sich nach einem Zeichen umschen, oft mit dem Nebenbegriffe des Begehrens, Valck. Eur. Phoen. 186; [[τεκμαίρομαι]] εἴ με πεφίληκε, ungewiß sein, Strat. 19 (XII, 177); τεκμαίρεσθαί τι [[πρός]] τι, Etwas auf ein Ziel hinrichten, vgl. D. Per. 100. 135. – Auch = zählen, Ap. Rh. 4, 217, [[τίς]] τάδε τεκμήραιτο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τεκμαίρομαι:''' (fut. τεκμᾰροῦμαι, aor. ἐτεκμηράμην - эп. τεκμηράμην), редко [[τεκμαίρω]] (только praes. и aor. ἑτέκμηρα)<br /><b class="num">1)</b> (пред)определять, назначать, давать в удел (κακὰ ἀνθρώποισι Hom.; πόλεμόν τινι Hes.): τ. [[δίκην]] Hes. воздавать по заслугам;<br /><b class="num">2)</b> [[указывать]], [[предписывать]] (ὁδόν τινι Hom.): τέκμηρον, ὅ τι μ᾽ ἐπαμμένει [[παθεῖν]] Aesch. скажи, что остается мне (еще) выстрадать;<br /><b class="num">3)</b> [[решать]]: [[τεκμήρατο]] νηὸν ποιήσασθαι HH (Аполлон) решил построить себе храм;<br /><b class="num">4)</b> [[предвещать]] (ὄλεθρόν τινι Hom.);<br /><b class="num">5)</b> [[воспринимать]], [[наблюдать]] (ὀφθαλμοῖς Xen.);<br /><b class="num">6)</b> (умо)заключать, судить: τ. τί τινι Soph., τι ἔκ и [[ἀπό]] τινος Thuc., Xen., Plat., τ. [[ἀπό]] τινος εἴς τι Plat., τινι περί τινος Isocr. и τι πρός τι Dem. судить о чем-л. по чему-л., говорить что-л. на основании чего-л.; τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τ. Her. на основании очевидного судить о неизвестном; [[πόθεν]] [[τοῦτο]] τεκμαίρει; Plat. из чего ты это заключаешь?; [[λέγω]] τεκμαιρόμενος Xen. я говорю по догадке (предположительно). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τεκμαίρομαι:''' μέλ. <i>τεκμᾰροῦμαι</i>, αόρ. <i>ἐτεκμηράμην</i>, Επικ. <i>τεκμηράμην</i>· αποθ. ([[τέκμαρ]])·<br /><b class="num">Α. I.</b> [[δηλώνω]] με [[σημάδι]] ή όριο, [[ορίζω]], [[διατάσσω]], σε Όμηρ.· [[επιβάλλω]] [[έργο]] σε κάποιον, [[προστάζω]], [[ορίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., [[σχεδιάζω]], έχω σκοπό να πράξω, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> [[κρίνω]] από [[σημεία]] και ενδείξεις, [[σχηματίζω]] [[γνώμη]] για κάποιο [[πράγμα]], [[εικάζω]], [[υπολογίζω]], [[αποφαίνομαι]], σε Ευρ.· απόλ., [[συμπεραίνω]], σε Ξεν.· [[λόγος]] στον οποίο [[κάποιος]] στηρίζεται και εικάζει, [[συνήθως]] εκφέρεται με δοτ., <i>ἐμπύροις τεκμαίρεσθαι</i>, να σχηματίζεις [[κρίση]] μέσα από τις έμπυρες θυσίες, σε Πίνδ.· [[τεκμαίρομαι]] ἔργῳ [[κοὐ]] λόγῳ [[τεκμαίρομαι]], σε Αισχύλ.· τὰ καινὰ τοῖς [[πάλαι]], σε Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., [[τεκμαίρομαι]] [[τοῦτο]] [[οὕτω]] [[ἕξειν]], σε Ξεν. <b>Β.</b> Ο Ενεργ. [[τύπος]] [[τεκμαίρω]] απαντά στους ποιητές, [[δείχνω]] μέσα από κάποιο [[σημάδι]] ή [[ένδειξη]], <i>τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον</i>, η [[περίσταση]] αποδεικνύει τον [[κάθε]] άνθρωπο (δηλ. δείχνει την αξία του, κ.λπ.), σε Πίνδ.· τεκμαίρει [[ἰδεῖν]], παρέχει σημάδια (στους ανθρώπους) ώστε να δουν, στον ίδ.· <i>τέκμηρον</i>, [[ὅτι]] μ' ἐπαμμένει [[παθεῖν]], μου δείχνει τί με περιμένει να [[υποφέρω]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''τεκμαίρομαι:''' μέλ. <i>τεκμᾰροῦμαι</i>, αόρ. <i>ἐτεκμηράμην</i>, Επικ. <i>τεκμηράμην</i>· αποθ. ([[τέκμαρ]])·<br /><b class="num">Α. I.</b> [[δηλώνω]] με [[σημάδι]] ή όριο, [[ορίζω]], [[διατάσσω]], σε Όμηρ.· [[επιβάλλω]] [[έργο]] σε κάποιον, [[προστάζω]], [[ορίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., [[σχεδιάζω]], έχω σκοπό να πράξω, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> [[κρίνω]] από [[σημεία]] και ενδείξεις, [[σχηματίζω]] [[γνώμη]] για κάποιο [[πράγμα]], [[εικάζω]], [[υπολογίζω]], [[αποφαίνομαι]], σε Ευρ.· απόλ., [[συμπεραίνω]], σε Ξεν.· [[λόγος]] στον οποίο [[κάποιος]] στηρίζεται και εικάζει, [[συνήθως]] εκφέρεται με δοτ., <i>ἐμπύροις τεκμαίρεσθαι</i>, να σχηματίζεις [[κρίση]] μέσα από τις έμπυρες θυσίες, σε Πίνδ.· [[τεκμαίρομαι]] ἔργῳ [[κοὐ]] λόγῳ [[τεκμαίρομαι]], σε Αισχύλ.· τὰ καινὰ τοῖς [[πάλαι]], σε Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., [[τεκμαίρομαι]] [[τοῦτο]] [[οὕτω]] [[ἕξειν]], σε Ξεν. <b>Β.</b> Ο Ενεργ. [[τύπος]] [[τεκμαίρω]] απαντά στους ποιητές, [[δείχνω]] μέσα από κάποιο [[σημάδι]] ή [[ένδειξη]], <i>τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον</i>, η [[περίσταση]] αποδεικνύει τον [[κάθε]] άνθρωπο (δηλ. δείχνει την αξία του, κ.λπ.), σε Πίνδ.· τεκμαίρει [[ἰδεῖν]], παρέχει σημάδια (στους ανθρώπους) ώστε να δουν, στον ίδ.· <i>τέκμηρον</i>, [[ὅτι]] μ' ἐπαμμένει [[παθεῖν]], μου δείχνει τί με περιμένει να [[υποφέρω]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τέκμαρ]]<br /><b class="num">I.</b> to fix by a [[mark]] or [[boundary]], to [[ordain]], [[decree]], Hom.: to lay a [[task]] [[upon]] a [[person]], [[enjoin]], [[appoint]], Od.:—c. inf. to [[design]], [[purpose]] to do, Hhymn.<br /><b class="num">II.</b> to [[judge]] from signs and tokens, to [[form]] a [[judgment]] [[respecting]] a [[thing]], [[calculate]], Eur.: absol. to [[conjecture]], Xen.:—the [[reason]] is added in the dat., ἐμπύροις τεκμαίρεσθαι to [[judge]] by the [[burnt]]-[[offering]], Pind.; τεκμ. ἔργωι κοὐ λόγωι τ. Aesch.; τὰ καινὰ τοῖς [[πάλαι]] Soph., etc.:—c. inf., τ. [[τοῦτο]] [[οὕτω]] [[ἕξειν]] Xen.<br />B. an Act. [[τεκμαίρω]] occurs in Poets, to [[show]] by a [[sign]] or token, τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον [[circumstance]] proves the man, Pind.; τεκμαίρει [[ἰδεῖν]] gives signs [for men] to see, Pind.; τέκμηρον, [[ὅ τι]] μ' ἐπαμμένει [[παθεῖν]] [[show]] me [[what]] it awaits me to [[suffer]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[τέκμαρ]]<br /><b class="num">I.</b> to fix by a [[mark]] or [[boundary]], to [[ordain]], [[decree]], Hom.: to lay a [[task]] [[upon]] a [[person]], [[enjoin]], [[appoint]], Od.:—c. inf. to [[design]], [[purpose]] to do, Hhymn.<br /><b class="num">II.</b> to [[judge]] from signs and tokens, to [[form]] a [[judgment]] [[respecting]] a [[thing]], [[calculate]], Eur.: absol. to [[conjecture]], Xen.:—the [[reason]] is added in the dat., ἐμπύροις τεκμαίρεσθαι to [[judge]] by the [[burnt]]-[[offering]], Pind.; τεκμ. ἔργωι κοὐ λόγωι τ. Aesch.; τὰ καινὰ τοῖς [[πάλαι]] Soph., etc.:—c. inf., τ. [[τοῦτο]] [[οὕτω]] [[ἕξειν]] Xen.<br />B. an Act. [[τεκμαίρω]] occurs in Poets, to [[show]] by a [[sign]] or token, τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον [[circumstance]] proves the man, Pind.; τεκμαίρει [[ἰδεῖν]] gives signs [for men] to see, Pind.; τέκμηρον, [[ὅ τι]] μ' ἐπαμμένει [[παθεῖν]] [[show]] me [[what]] it awaits me to [[suffer]], Aesch. | ||
}} | }} |