μαρίλη: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />petit charbon, braise ; cendre brûlante.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μαρμαίρω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[σποδός]], [[ἄνθραξ]].
|btext=ης (ἡ) :<br />petit charbon, braise ; cendre brûlante.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μαρμαίρω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[σποδός]], [[ἄνθραξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰρίλη:''' (ῑ) ἡ тлеющие уголья, жар Arph., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰρίλη:''' [ῑ], ἡ, [[θράκα]] με ξυλοκάρβουνα, σε Αριστοφ.· απ' όπου, <i>ὦΜᾰρῑλάδη</i>, ω γιε της Καρβουνόσκονης! κωμικό όνομα ενός ανθρακωρύχου από τις Αχαρνές, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''μᾰρίλη:''' [ῑ], ἡ, [[θράκα]] με ξυλοκάρβουνα, σε Αριστοφ.· απ' όπου, <i>ὦΜᾰρῑλάδη</i>, ω γιε της Καρβουνόσκονης! κωμικό όνομα ενός ανθρακωρύχου από τις Αχαρνές, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰρίλη:''' (ῑ) ἡ тлеющие уголья, жар Arph., Arst.
}}
}}
{{etym
{{etym