Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελίκηρον: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sorte de vin.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[κηρός]].
|btext=ου (τό) :<br />sorte de vin.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[κηρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελίκηρον:''' (ῐ) τό пчелиные соты Theocr., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελίκηρον:''' τό, [[κερί]] μέλισσας, [[κηρήθρα]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''μελίκηρον:''' τό, [[κερί]] μέλισσας, [[κηρήθρα]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελίκηρον:''' (ῐ) τό пчелиные соты Theocr., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελί-κηρον, ου, τό,<br />a [[honey]]-[[comb]], Theocr.
|mdlsjtxt=μελί-κηρον, ου, τό,<br />a [[honey]]-[[comb]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίκηρον Medium diacritics: μελίκηρον Low diacritics: μελίκηρον Capitals: ΜΕΛΙΚΗΡΟΝ
Transliteration A: melíkēron Transliteration B: melikēron Transliteration C: melikiron Beta Code: meli/khron

English (LSJ)

τό, = μελικηρίς (honeycomb) III, Theoc. 20.27 (dub.), Poll. 1.254, Hsch. = μελικηρίς (kind of vine) IV, Ps.-Plu. Fluv. 19.2.

German (Pape)

[Seite 123] τό, der Honig oder Wachskuchen der Bienen, Theocr. 20, 27. Bei Plut. fluv. 19, 2 eine Pflanze.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de vin.
Étymologie: μέλι, κηρός.

Russian (Dvoretsky)

μελίκηρον: (ῐ) τό пчелиные соты Theocr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μελίκηρον: τό, = τῷ προηγ., Θεόκρ. 20. 27, Πολυδ. Α΄, 254. ΙΙ. = μελικηρὶς IV, Ψευδο-Πλούτ. 2. 1160C.

Greek Monolingual

μελίκηρον, τὸ (Α)
1. κερί που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, κηρήθρα
2. είδος αμπέλου, μελικηρίς («γεννᾱται δ' ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ βοτάνη κεγχρῑτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ παρόμοιος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος, με αλλαγή γένους (πρβλ. ρητινό-κηρον)].

Greek Monotonic

μελίκηρον: τό, κερί μέλισσας, κηρήθρα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

μελί-κηρον, ου, τό,
a honey-comb, Theocr.