οἰκεῖος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>I. 1</b> de la maison, domestique : τὰ οἰκεῖα, ressources domestiques, fortune;<br /><b>2</b> qui appartient à la famille, parent, allié τινί, apparenté à qqn ; κατὰ τὸ οἰκεῖον THC selon la parenté;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> familier, intime τινος, de qqn;<br /><b>II.</b> qui concerne la possession :<br /><b>1</b> propre, particulier : οἰκεῖα [[γῆ]] SOPH, [[χθών]] SOPH la terre propre, <i>càd</i> la terre natale, la patrie ; indigène, national : οἰκεῖοι πόλεμοι, guerres intestines;<br /><b>2</b> propre à qqn, privé, personnel : τὰ οἰκεῖα THC les intérêts particuliers;<br /><b>3</b> propre à qqn, inné, naturel : οἰκεία [[ξύνεσις]] THC intelligence naturelle, esprit naturel;<br /><b>4</b> propre à, qui convient à, <i>dat;<br />Cp.</i> οἰκειώτερος, <i>Sp.</i> οἰκειώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]].
|btext=α, ον :<br /><b>I. 1</b> de la maison, domestique : τὰ οἰκεῖα, ressources domestiques, fortune;<br /><b>2</b> qui appartient à la famille, parent, allié τινί, apparenté à qqn ; κατὰ τὸ οἰκεῖον THC selon la parenté;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> familier, intime τινος, de qqn;<br /><b>II.</b> qui concerne la possession :<br /><b>1</b> propre, particulier : οἰκεῖα [[γῆ]] SOPH, [[χθών]] SOPH la terre propre, <i>càd</i> la terre natale, la patrie ; indigène, national : οἰκεῖοι πόλεμοι, guerres intestines;<br /><b>2</b> propre à qqn, privé, personnel : τὰ οἰκεῖα THC les intérêts particuliers;<br /><b>3</b> propre à qqn, inné, naturel : οἰκεία [[ξύνεσις]] THC intelligence naturelle, esprit naturel;<br /><b>4</b> propre à, qui convient à, <i>dat;<br />Cp.</i> οἰκειώτερος, <i>Sp.</i> οἰκειώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκεῖος:'''<br /><b class="num">I</b> ион. [[οἰκήϊος]] 3<br /><b class="num">1)</b> [[домашний]], [[хозяйский]] ([[δούρατα]] ἁμάξης Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[родственный]], [[находящийся в родстве]] ([[ἀνήρ]] Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[дружеский]], [[дружественный]] (οἰκειότατος καὶ ἑταιρότατος Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[союзный]] (πόλεις Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[семейный]], [[свой собственный]], [[родной]] (ἄρουραι Pind.; [[σταθμά]] Aesch.; [[χθών]] Soph.): [[πένθος οἰκεῖον]] Soph. [[семейное горе]]; οἰ. ἢ ᾽ξ (= ἐξ) [[ἄλλου]] τινός; Soph. [[собственный]] или [[чужой]]?;<br /><b class="num">6)</b> [[личный]], [[частный]] (οἰκηΐῃ τε τριήρεϊ καὶ οἰκηΐῃ δαπάνῃ Her.): πρὸς οἰκείας [[χερός]] Soph. ([[погибнуть]]) [[от собственной руки]], т. е. [[покончить]] с [[собой]]; [[οἰκεῖον]] κίνδυνον ἔχειν Thuc. [[подвергаться личной опасности]]; [[οἰκεία ξύνεσις]] Thuc. [[природный ум]];<br /><b class="num">7)</b> [[внутренний]], [[междоусобный]] ([[πόλεμος]] Thuc.);<br /><b class="num">8)</b> [[особый]] ([[προοίμιον]] Plat.): [[οἰκεῖον]] τῆς διαλεκτικῆς Arst. [[особенность диалектики]];<br /><b class="num">9)</b> [[подходящий]], [[годный]], [[достойный]], [[подобающий]] ([[οὔτε]] καλὸς οὐδ᾽ οἰ. Her.): οἰκειότερος [[καιρός]] Polyb. [[более подходящий случай]]; οἰ. [[κατάγελως]] Men. [[достойный смеха]];<br /><b class="num">10)</b> [[собственный]], [[подлинный]]: [[οἰκεῖον ὄνομα]] Arst. [[слово в собственном смысле]] - см. тж. οἰχεῖον.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[родственник]], [[родич]] Thuc., Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκεῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. [[οἰκήϊος]], -η, -ον· Α.<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στο [[σπίτι]], [[οικιακός]], σε Ησίοδ. κ.λπ.· <i>τὰ οἰκεῖα</i>, υποθέσεις του σπιτιού, [[περιουσία]], Λατ. [[res]] [[familiaris]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, οι της ιδίας οικογενείας ή του ιδίου γένους, [[συγγενής]], Λατ. [[cognatus]], σε Ηρόδ., Αττ.· οἱ [[ἑωυτοῦ]] οἰκηϊότατοι, οι πιο κοντινοί, οι πλησιέστεροι συγγενείς, σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ</i>, εξαιτίας της συγγένειάς του με τον Ατρέα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[φιλικός]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πράγματα, αυτό που ανήκει στο [[σπίτι]] ή την οικογένειά μου, το δικό μου, σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ἡ οἰκεία</i> (ενν. <i>γῆ</i>), Ιων. <i>ἡ οἰκηΐη</i>, σε Ηρόδ.· <i>τὰ οἰκήϊα</i>, η [[περιουσία]] κάποιου, στον ίδ.· <i>οἰκεῖοι πόλεμοι</i>, πόλεμοι που διεξάγονται στην [[πατρίδα]] κάποιου, σε Θουκ.· λέγεται για [[δημητριακά]], αυτό που έχει καλλιεργηθεί, παραχθεί στην [[πατρίδα]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσωπικός]], [[ιδιωτικός]], σε αντίθ. προς τα [[δημόσιος]], [[κοινός]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· <i>μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει</i>, με [[ευχαρίστηση]] που δεν είναι μόνο προσωπική μας, σε Θουκ.· οἰκεία [[ξύνεσις]], πατροπαράδοτη ευφυΐα, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b>1. [[κατάλληλος]] σε [[κάτι]], αρμόζων, [[ταιριαστός]], [[πρέπων]], [[κατάλληλος]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., αυτός που ανήκει [[κάπου]], [[συμβατός]], [[κατάλληλος]] προς τη [[φύση]] κάποιου πράγματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> οἰκεῖον [[ὄνομα]], μια [[λέξη]] στην κύρια, κυριολεκτική της [[σημασία]], σε Αριστ.<b>Β. I.</b> το επίρρ. [[οἰκείως]] έχει τις ίδιες σημασίες με το επίθ., φιλικά, με [[οικειότητα]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[προσφιλώς]], ευπειθώς, με τον πρέποντα, δέοντα τρόπο, στον ίδ.
|lsmtext='''οἰκεῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. [[οἰκήϊος]], -η, -ον· Α.<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στο [[σπίτι]], [[οικιακός]], σε Ησίοδ. κ.λπ.· <i>τὰ οἰκεῖα</i>, υποθέσεις του σπιτιού, [[περιουσία]], Λατ. [[res]] [[familiaris]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, οι της ιδίας οικογενείας ή του ιδίου γένους, [[συγγενής]], Λατ. [[cognatus]], σε Ηρόδ., Αττ.· οἱ [[ἑωυτοῦ]] οἰκηϊότατοι, οι πιο κοντινοί, οι πλησιέστεροι συγγενείς, σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ</i>, εξαιτίας της συγγένειάς του με τον Ατρέα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[φιλικός]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πράγματα, αυτό που ανήκει στο [[σπίτι]] ή την οικογένειά μου, το δικό μου, σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ἡ οἰκεία</i> (ενν. <i>γῆ</i>), Ιων. <i>ἡ οἰκηΐη</i>, σε Ηρόδ.· <i>τὰ οἰκήϊα</i>, η [[περιουσία]] κάποιου, στον ίδ.· <i>οἰκεῖοι πόλεμοι</i>, πόλεμοι που διεξάγονται στην [[πατρίδα]] κάποιου, σε Θουκ.· λέγεται για [[δημητριακά]], αυτό που έχει καλλιεργηθεί, παραχθεί στην [[πατρίδα]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσωπικός]], [[ιδιωτικός]], σε αντίθ. προς τα [[δημόσιος]], [[κοινός]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· <i>μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει</i>, με [[ευχαρίστηση]] που δεν είναι μόνο προσωπική μας, σε Θουκ.· οἰκεία [[ξύνεσις]], πατροπαράδοτη ευφυΐα, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b>1. [[κατάλληλος]] σε [[κάτι]], αρμόζων, [[ταιριαστός]], [[πρέπων]], [[κατάλληλος]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., αυτός που ανήκει [[κάπου]], [[συμβατός]], [[κατάλληλος]] προς τη [[φύση]] κάποιου πράγματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> οἰκεῖον [[ὄνομα]], μια [[λέξη]] στην κύρια, κυριολεκτική της [[σημασία]], σε Αριστ.<b>Β. I.</b> το επίρρ. [[οἰκείως]] έχει τις ίδιες σημασίες με το επίθ., φιλικά, με [[οικειότητα]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[προσφιλώς]], ευπειθώς, με τον πρέποντα, δέοντα τρόπο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκεῖος:'''<br /><b class="num">I</b> ион. [[οἰκήϊος]] 3<br /><b class="num">1)</b> [[домашний]], [[хозяйский]] ([[δούρατα]] ἁμάξης Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[родственный]], [[находящийся в родстве]] ([[ἀνήρ]] Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[дружеский]], [[дружественный]] (οἰκειότατος καὶ ἑταιρότατος Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[союзный]] (πόλεις Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[семейный]], [[свой собственный]], [[родной]] (ἄρουραι Pind.; [[σταθμά]] Aesch.; [[χθών]] Soph.): [[πένθος οἰκεῖον]] Soph. [[семейное горе]]; οἰ. ἢ ᾽ξ (= ἐξ) [[ἄλλου]] τινός; Soph. [[собственный]] или [[чужой]]?;<br /><b class="num">6)</b> [[личный]], [[частный]] (οἰκηΐῃ τε τριήρεϊ καὶ οἰκηΐῃ δαπάνῃ Her.): πρὸς οἰκείας [[χερός]] Soph. ([[погибнуть]]) [[от собственной руки]], т. е. [[покончить]] с [[собой]]; [[οἰκεῖον]] κίνδυνον ἔχειν Thuc. [[подвергаться личной опасности]]; [[οἰκεία ξύνεσις]] Thuc. [[природный ум]];<br /><b class="num">7)</b> [[внутренний]], [[междоусобный]] ([[πόλεμος]] Thuc.);<br /><b class="num">8)</b> [[особый]] ([[προοίμιον]] Plat.): [[οἰκεῖον]] τῆς διαλεκτικῆς Arst. [[особенность диалектики]];<br /><b class="num">9)</b> [[подходящий]], [[годный]], [[достойный]], [[подобающий]] ([[οὔτε]] καλὸς οὐδ᾽ οἰ. Her.): οἰκειότερος [[καιρός]] Polyb. [[более подходящий случай]]; οἰ. [[κατάγελως]] Men. [[достойный смеха]];<br /><b class="num">10)</b> [[собственный]], [[подлинный]]: [[οἰκεῖον ὄνομα]] Arst. [[слово в собственном смысле]] - см. тж. οἰχεῖον.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[родственник]], [[родич]] Thuc., Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj