παραλογιστής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui raisonne mal, qui trompe par de faux raisonnements.<br />'''Étymologie:''' [[παραλογίζομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui raisonne mal, qui trompe par de faux raisonnements.<br />'''Étymologie:''' [[παραλογίζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραλογιστής:''' οῦ ὁ вводящий в заблуждение, обманщик Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[παραλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά κάποιον με ψευδείς υπολογισμούς ή λογαριασμούς<br /><b>2.</b> αυτός που παραπλανεί κάποιον με ψευδείς συλλογισμούς<br /><b>3.</b> (γενικά) [[απατεώνας]].
|mltxt=ὁ, Α [[παραλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά κάποιον με ψευδείς υπολογισμούς ή λογαριασμούς<br /><b>2.</b> αυτός που παραπλανεί κάποιον με ψευδείς συλλογισμούς<br /><b>3.</b> (γενικά) [[απατεώνας]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραλογιστής:''' οῦ ὁ вводящий в заблуждение, обманщик Arst.
}}
}}