πολυφάγος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] viel essend; Hippocr.; Ath. X, 415 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] viel essend; Hippocr.; Ath. X, 415 c.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυφάγος:''' (ᾰ) прожорливый Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[πολυφάγος]], -ον, ΝΑ, και πολύφαγος, -η, -ο, Ν, ιων. τ. [[πολυφάγος]], -ον, Α<br />αυτός που τρώει πολύ ή περισσότερο από όσο [[πρέπει]], [[αδηφάγος]], [[πολυφαγάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο <i>πολύφαγος</i><br /><b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] μαστιγομυκήτων που ανήκει στην [[τάξη]] χυτριδιώδη και περιλαμβάνει 10 είδη υδρόβιων μυκήτων τα οποία [[είναι]] παράσιτα φυκών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), [[πρβλ]]. [[ολιγοφάγος]]. Ο τ. ως νεοελλ. επιστημ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polyphagus</i>].
|mltxt=-ο / [[πολυφάγος]], -ον, ΝΑ, και πολύφαγος, -η, -ο, Ν, ιων. τ. [[πολυφάγος]], -ον, Α<br />αυτός που τρώει πολύ ή περισσότερο από όσο [[πρέπει]], [[αδηφάγος]], [[πολυφαγάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο <i>πολύφαγος</i><br /><b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] μαστιγομυκήτων που ανήκει στην [[τάξη]] χυτριδιώδη και περιλαμβάνει 10 είδη υδρόβιων μυκήτων τα οποία [[είναι]] παράσιτα φυκών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), [[πρβλ]]. [[ολιγοφάγος]]. Ο τ. ως νεοελλ. επιστημ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polyphagus</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυφάγος:''' (ᾰ) прожорливый Arst.
}}
}}