τελαμών: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br /><b>1</b> baudrier de cuir pour suspendre l'épée <i>ou</i> le bouclier;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> bande d'étoffe pour bander une blessure <i>ou</i> une plaie, pour embaumer un mort.<br />'''Étymologie:''' [[τλάω]].
|btext=ῶνος (ὁ) :<br /><b>1</b> baudrier de cuir pour suspendre l'épée <i>ou</i> le bouclier;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> bande d'étoffe pour bander une blessure <i>ou</i> une plaie, pour embaumer un mort.<br />'''Étymologie:''' [[τλάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τελᾰμών:''' ῶνος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[перевязь]], [[ремень]] Her.; [[δύω]] τελαμῶνε, ὁ μὲν σάκεος, ὁ δὲ φασγάνου Hom. две перевязи, одна у щита, другая у меча;<br /><b class="num">2)</b> [[повязка]], [[бинт]]: τὸν νεκρὸν κατειλίσσειν τελαμῶσι Her. обматывать (набальзамированное) тело бинтами; ἀμφὶ τραύματα τελαμῶνας [[βαλεῖν]] Eur. наложить повязки на раны.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τελᾰμών:''' -ῶνος, ὁ, [[πλατύς]] [[ιμάντας]] για τη [[μεταφορά]] οποιουδήποτε πράγματος (από τη √<i>ΤΛΑ</i>, *[[τλάω]], απ' όπου πήρε το όνομά του και ο [[ήρωας]] Τελαμώνας, πρβλ. [[Ἄτλας]])·<br /><b class="num">1.</b> [[δερμάτινος]] [[ιμάντας]] ή [[λουρί]], για τη [[μεταφορά]] της ασπίδας ή του σπαθιού, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλατύς]] [[λινός]] [[επίδεσμος]] [[χρήσιμος]] ως [[επίδεσμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για το [[τύλιγμα]] με επιδέσμους των [[νεκρών]] σωμάτων των Αιγυπτίων (για τις μούμιες), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''τελᾰμών:''' -ῶνος, ὁ, [[πλατύς]] [[ιμάντας]] για τη [[μεταφορά]] οποιουδήποτε πράγματος (από τη √<i>ΤΛΑ</i>, *[[τλάω]], απ' όπου πήρε το όνομά του και ο [[ήρωας]] Τελαμώνας, πρβλ. [[Ἄτλας]])·<br /><b class="num">1.</b> [[δερμάτινος]] [[ιμάντας]] ή [[λουρί]], για τη [[μεταφορά]] της ασπίδας ή του σπαθιού, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλατύς]] [[λινός]] [[επίδεσμος]] [[χρήσιμος]] ως [[επίδεσμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για το [[τύλιγμα]] με επιδέσμους των [[νεκρών]] σωμάτων των Αιγυπτίων (για τις μούμιες), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τελᾰμών:''' ῶνος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[перевязь]], [[ремень]] Her.; [[δύω]] τελαμῶνε, ὁ μὲν σάκεος, ὁ δὲ φασγάνου Hom. две перевязи, одна у щита, другая у меча;<br /><b class="num">2)</b> [[повязка]], [[бинт]]: τὸν νεκρὸν κατειλίσσειν τελαμῶσι Her. обматывать (набальзамированное) тело бинтами; ἀμφὶ τραύματα τελαμῶνας [[βαλεῖν]] Eur. наложить повязки на раны.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj