3,258,147
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la préparation <i>ou</i> l'administration des médicaments.<br />'''Étymologie:''' [[φαρμακεύω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne la préparation <i>ou</i> l'administration des médicaments.<br />'''Étymologie:''' [[φαρμακεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φαρμᾰκευτικός:''' [[совершаемый с помощью лекарств]] ([[κάθαρσις]] Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φαρμακευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φαρμακεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φάρμακα ή στην [[παρασκευή]] φαρμάκων<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[φαρμακευτική]]<br />α) (παλαιότερα) η προσωπική [[τέχνη]] της παρασκευής τών φαρμάκων<br />β) ([[σήμερα]]) [[επιστήμη]] και [[τέχνη]] που ασχολείται με την [[παρασκευή]] και [[τυποποίηση]] τών φαρμάκων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραπάνω]] [[επιστήμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ιδιότητες φαρμάκου («φαρμακευτικές ουσίες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «φαρμακευτικά φυτά»<br /><b>βοτ.</b> φυτά που περιέχουν ουσίες δραστικές στους ζώντες οργανισμούς και χρησιμοποιούνται ως φάρμακα<br />β) «[[φαρμακευτική]] [[βιομηχανία]]» — [[βιομηχανικός]] [[κλάδος]] που ασχολείται με τη [[σύνθεση]], την [[τελειοποίηση]] και την πειραματική [[χρησιμοποίηση]] τών φαρμάκων, τα οποία στη [[συνέχεια]] διοχετεύονται στην [[αγορά]] με τη [[μορφή]] ιδιοσκευασμάτων, η φαρμακοβιομηχανία<br />γ) «φαρμακευτικό [[ιδιοσκεύασμα]]»<br /><b>(φαρμ.)</b> [[κάθε]] [[φάρμακο]] το οποίο φέρεται στην [[αγορά]] παρασκευασμένο εκ τών προτέρων σε ιδιαίτερη [[συσκευασία]], χαρακτηρίζεται με ειδική, προστατευόμενη [[ονομασία]] και κυκλοφορεί ύστερα από κρατική [[άδεια]] και [[αφού]] προηγηθεί [[αυστηρός]] [[επιστημονικός]] [[έλεγχος]]<br />δ) «φαρμακευτικό [[προϊόν]]»<br /><b>(φαρμ.)</b> [[κάθε]] [[ουσία]] ή [[μίγμα]] ουσιών που παράγεται και προσφέρεται για [[πώληση]] ή παρουσιάζεται για [[χρήση]] στη [[διάγνωση]], τη [[θεραπεία]], τον μετριασμό ή την [[πρόληψη]] νόσου και τών συμπτωμάτων της στον άνθρωπο ή στα ζώα ή για [[χρήση]] με στόχο την [[αποκατάσταση]], [[διόρθωση]] ή [[μεταβολή]] οργανικών λειτουργιών στον άνθρωπο ή στα ζώα<br />ε) «[[φαρμακευτικός]] [[κώδικας]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[σύνολο]] οδηγιών επικυρωμένων από τον νόμο, που αναφέρονται στο [[επάγγελμα]] του φαρμακοποιού<br />στ) «[[φαρμακευτική]] [[χημεία]]»<br />(φαρμ.-χημ.) [[επιστημονικός]] [[κλάδος]] της φαρμακευτικής που έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών στοιχείων ή τών χημικών ενώσεων που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική<br />ζ) «[[φαρμακευτική]] [[αγωγή]]»<br />(ιατρ.-φαρμ.) η [[χρήση]] φαρμάκων για την [[αντιμετώπιση]] νόσου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> (ενν. [[τέχνη]]) α) [[διδασκαλία]] σχετική με τα φάρμακα<br />β) η [[χρήση]] φαρμάκου, [[φαρμακεία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[φαρμακευτικός]] [[ἰατρός]]» — αυτός που υποδεικνύει φάρμακα (Διογ. Λαέρ.). | |mltxt=-ή, -ό / [[φαρμακευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φαρμακεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φάρμακα ή στην [[παρασκευή]] φαρμάκων<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[φαρμακευτική]]<br />α) (παλαιότερα) η προσωπική [[τέχνη]] της παρασκευής τών φαρμάκων<br />β) ([[σήμερα]]) [[επιστήμη]] και [[τέχνη]] που ασχολείται με την [[παρασκευή]] και [[τυποποίηση]] τών φαρμάκων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραπάνω]] [[επιστήμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ιδιότητες φαρμάκου («φαρμακευτικές ουσίες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «φαρμακευτικά φυτά»<br /><b>βοτ.</b> φυτά που περιέχουν ουσίες δραστικές στους ζώντες οργανισμούς και χρησιμοποιούνται ως φάρμακα<br />β) «[[φαρμακευτική]] [[βιομηχανία]]» — [[βιομηχανικός]] [[κλάδος]] που ασχολείται με τη [[σύνθεση]], την [[τελειοποίηση]] και την πειραματική [[χρησιμοποίηση]] τών φαρμάκων, τα οποία στη [[συνέχεια]] διοχετεύονται στην [[αγορά]] με τη [[μορφή]] ιδιοσκευασμάτων, η φαρμακοβιομηχανία<br />γ) «φαρμακευτικό [[ιδιοσκεύασμα]]»<br /><b>(φαρμ.)</b> [[κάθε]] [[φάρμακο]] το οποίο φέρεται στην [[αγορά]] παρασκευασμένο εκ τών προτέρων σε ιδιαίτερη [[συσκευασία]], χαρακτηρίζεται με ειδική, προστατευόμενη [[ονομασία]] και κυκλοφορεί ύστερα από κρατική [[άδεια]] και [[αφού]] προηγηθεί [[αυστηρός]] [[επιστημονικός]] [[έλεγχος]]<br />δ) «φαρμακευτικό [[προϊόν]]»<br /><b>(φαρμ.)</b> [[κάθε]] [[ουσία]] ή [[μίγμα]] ουσιών που παράγεται και προσφέρεται για [[πώληση]] ή παρουσιάζεται για [[χρήση]] στη [[διάγνωση]], τη [[θεραπεία]], τον μετριασμό ή την [[πρόληψη]] νόσου και τών συμπτωμάτων της στον άνθρωπο ή στα ζώα ή για [[χρήση]] με στόχο την [[αποκατάσταση]], [[διόρθωση]] ή [[μεταβολή]] οργανικών λειτουργιών στον άνθρωπο ή στα ζώα<br />ε) «[[φαρμακευτικός]] [[κώδικας]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[σύνολο]] οδηγιών επικυρωμένων από τον νόμο, που αναφέρονται στο [[επάγγελμα]] του φαρμακοποιού<br />στ) «[[φαρμακευτική]] [[χημεία]]»<br />(φαρμ.-χημ.) [[επιστημονικός]] [[κλάδος]] της φαρμακευτικής που έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών στοιχείων ή τών χημικών ενώσεων που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική<br />ζ) «[[φαρμακευτική]] [[αγωγή]]»<br />(ιατρ.-φαρμ.) η [[χρήση]] φαρμάκων για την [[αντιμετώπιση]] νόσου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> (ενν. [[τέχνη]]) α) [[διδασκαλία]] σχετική με τα φάρμακα<br />β) η [[χρήση]] φαρμάκου, [[φαρμακεία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[φαρμακευτικός]] [[ἰατρός]]» — αυτός που υποδεικνύει φάρμακα (Διογ. Λαέρ.). | ||
}} | }} |