3,274,865
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=colorer, teindre.<br />'''Étymologie:''' [[χρῶμα]]. | |btext=colorer, teindre.<br />'''Étymologie:''' [[χρῶμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρωμᾰτίζω:''' [[окрашивать]] (τι Arst.): χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χρόας Arst. принимать всевозможные цвета. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[χρῶμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[προσδίδω]] [[χρώμα]] σε [[κάτι]], [[βάφω]] (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «[[ὁπηνίκα]] τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω.<br />γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο ή [[μελωδία]]) i) [[προσδίδω]] ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερη [[έκφραση]]- ii) [[διανθίζω]]<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] τα χαρακτηριστικά προσώπου, ενέργειας ή κατάστασης με [[ζωηρότητα]] («χρωμάτισε την οικονομική ύφεση με τα μελανότερα χρώματα»)<br /><b>3.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ορισμένη [[πολιτική]] ή κοινωνική [[ιδεολογία]] («είχε χρωματιστεί ως [[αντιδραστικός]]»). | |mltxt=ΝΜΑ [[χρῶμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[προσδίδω]] [[χρώμα]] σε [[κάτι]], [[βάφω]] (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «[[ὁπηνίκα]] τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω.<br />γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο ή [[μελωδία]]) i) [[προσδίδω]] ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερη [[έκφραση]]- ii) [[διανθίζω]]<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] τα χαρακτηριστικά προσώπου, ενέργειας ή κατάστασης με [[ζωηρότητα]] («χρωμάτισε την οικονομική ύφεση με τα μελανότερα χρώματα»)<br /><b>3.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ορισμένη [[πολιτική]] ή κοινωνική [[ιδεολογία]] («είχε χρωματιστεί ως [[αντιδραστικός]]»). | ||
}} | }} |