ἀδευκής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />non doux, amer, triste, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δεῦκος]].
|btext=ής, ές :<br />non doux, amer, triste, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δεῦκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδευκής:''' [[неприятный]], [[тяжелый]], [[ужасный]] ([[ὄλεθρος]], [[πότμος]], [[φῆμις]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδευκής:''' -ές, [[λέξη]] που χρησιμοποιείται μόνο από τον Όμηρ.· μόνο στην Ομήρ. Οδ. ως επίθ. των [[ὄλεθρος]], [[πότμος]], [[φῆμις]]· κοινώς ερμηνεύεται «όχι [[γλυκός]], [[πικρός]], [[σκληρός]]» (από την αρχαιότερη [[λέξη]] [[δεῦκος]] που σημαίνει [[γλυκός]])· [[αλλά]] πιο πιθ. είναι ότι σημαίνει, [[απρόσμενος]], [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] (από το <i>δοκ-έω</i>).
|lsmtext='''ἀδευκής:''' -ές, [[λέξη]] που χρησιμοποιείται μόνο από τον Όμηρ.· μόνο στην Ομήρ. Οδ. ως επίθ. των [[ὄλεθρος]], [[πότμος]], [[φῆμις]]· κοινώς ερμηνεύεται «όχι [[γλυκός]], [[πικρός]], [[σκληρός]]» (από την αρχαιότερη [[λέξη]] [[δεῦκος]] που σημαίνει [[γλυκός]])· [[αλλά]] πιο πιθ. είναι ότι σημαίνει, [[απρόσμενος]], [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] (από το <i>δοκ-έω</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδευκής:''' [[неприятный]], [[тяжелый]], [[ужасный]] ([[ὄλεθρος]], [[πότμος]], [[φῆμις]] Hom.).
}}
}}
{{etym
{{etym