3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />être impuissant, être incapable de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδύνατος]]. | |btext=-ῶ :<br />être impuissant, être incapable de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδύνατος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀδῠνᾰτέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ослабевать]], [[слабеть]], [[терять силы]] (ἀ. καὶ παυεσθαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[не мочь]], [[не быть в состоянии]] (ποιεῖν τι Xen., Plat., Arst.);<br /><b class="num">3)</b> impers. [[быть невозможным]] NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀδῠνᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, δεν έχω [[δύναμη]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., είμαι [[ανίκανος]] να κάνω [[κάτι]], δεν [[δύναμαι]], δεν [[μπορώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίσης λέγεται για πράγματα, [[κάτι]] είναι αδύνατο, ακατόρθωτο, ανέφικτο, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀδῠνᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, δεν έχω [[δύναμη]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., είμαι [[ανίκανος]] να κάνω [[κάτι]], δεν [[δύναμαι]], δεν [[μπορώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίσης λέγεται για πράγματα, [[κάτι]] είναι αδύνατο, ακατόρθωτο, ανέφικτο, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |