ἀκόλουθος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui suit, qui accompagne ; <i>subst.</i> ὁ [[ἀκόλουθος]] suivant, serviteur ; ἡ [[ἀκόλουθος]] PLUT suivante ; [[οἱ]] ἀκόλουθοι XÉN la suite d'une armée (valets, marchands, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> qui est la suite, la conséquence de :<br /><b>1</b> qui s'accorde avec, τινι;<br /><b>2</b> qui se suit, qui se tient, conséquent.<br />'''Étymologie:''' ἀ- cop., [[κέλευθος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui suit, qui accompagne ; <i>subst.</i> ὁ [[ἀκόλουθος]] suivant, serviteur ; ἡ [[ἀκόλουθος]] PLUT suivante ; [[οἱ]] ἀκόλουθοι XÉN la suite d'une armée (valets, marchands, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> qui est la suite, la conséquence de :<br /><b>1</b> qui s'accorde avec, τινι;<br /><b>2</b> qui se suit, qui se tient, conséquent.<br />'''Étymologie:''' ἀ- cop., [[κέλευθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκόλουθος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[следующий]] (за), сопутствующий, сопровождающий (τινος Soph., Plat., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[соответствующий]], [[сообразный]] (τινος и τινι Arph., Plat., Plut.): οὐκ ἀκόλουθα Xen. вещи (взаимно) несогласованные; [[ἀκόλουθον]] τοῖς εἰρημένοις ([[ἐστί]]) … Arst. в соответствии со сказанным нужно ….<br /><b class="num">II</b> ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> спутник, провожатый, слуга; pl. челядь, свита Thuc., Lys., Arph., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[личный состав обоза]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκόλουθος:''' -ον (α αθροιστικό [[κέλευθος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ακολουθεί, που υπηρετεί· ως ουσ., [[ακόλουθος]], [[υπηρέτης]], Λατ. [[pedisequus]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀκόλουθοι</i>, αυτοί που ακολουθούν το [[στράτευμα]], σκευοφόρα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ακολουθεί [[μετά]] από κάποιον, με γεν., <i>Νηρῄδων ἀκ</i>., σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που ακολουθεί ή επακολουθεί ως [[συνέπεια]], ο [[σύμφωνος]] προς, με γεν., σε Αριστοφ.· επίσης με δοτ., σε Πλάτ.· απόλ. ο [[σύμφωνος]] με κάποιον [[άλλο]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-θως</i>, σύμφωνα, [[συμφώνως]] προς, <i>τοῖς νόμοις</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀκόλουθος:''' -ον (α αθροιστικό [[κέλευθος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ακολουθεί, που υπηρετεί· ως ουσ., [[ακόλουθος]], [[υπηρέτης]], Λατ. [[pedisequus]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀκόλουθοι</i>, αυτοί που ακολουθούν το [[στράτευμα]], σκευοφόρα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ακολουθεί [[μετά]] από κάποιον, με γεν., <i>Νηρῄδων ἀκ</i>., σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που ακολουθεί ή επακολουθεί ως [[συνέπεια]], ο [[σύμφωνος]] προς, με γεν., σε Αριστοφ.· επίσης με δοτ., σε Πλάτ.· απόλ. ο [[σύμφωνος]] με κάποιον [[άλλο]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-θως</i>, σύμφωνα, [[συμφώνως]] προς, <i>τοῖς νόμοις</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκόλουθος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[следующий]] (за), сопутствующий, сопровождающий (τινος Soph., Plat., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[соответствующий]], [[сообразный]] (τινος и τινι Arph., Plat., Plut.): οὐκ ἀκόλουθα Xen. вещи (взаимно) несогласованные; [[ἀκόλουθον]] τοῖς εἰρημένοις ([[ἐστί]]) … Arst. в соответствии со сказанным нужно ….<br /><b class="num">II</b> ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> спутник, провожатый, слуга; pl. челядь, свита Thuc., Lys., Arph., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[личный состав обоза]] Xen.
}}
}}
{{etym
{{etym