3,258,334
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui suit, qui accompagne ; <i>subst.</i> ὁ [[ἀκόλουθος]] suivant, serviteur ; ἡ [[ἀκόλουθος]] PLUT suivante ; [[οἱ]] ἀκόλουθοι XÉN la suite d'une armée (valets, marchands, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> qui est la suite, la conséquence de :<br /><b>1</b> qui s'accorde avec, τινι;<br /><b>2</b> qui se suit, qui se tient, conséquent.<br />'''Étymologie:''' ἀ- cop., [[κέλευθος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui suit, qui accompagne ; <i>subst.</i> ὁ [[ἀκόλουθος]] suivant, serviteur ; ἡ [[ἀκόλουθος]] PLUT suivante ; [[οἱ]] ἀκόλουθοι XÉN la suite d'une armée (valets, marchands, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> qui est la suite, la conséquence de :<br /><b>1</b> qui s'accorde avec, τινι;<br /><b>2</b> qui se suit, qui se tient, conséquent.<br />'''Étymologie:''' ἀ- cop., [[κέλευθος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκόλουθος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[следующий]] (за), сопутствующий, сопровождающий (τινος Soph., Plat., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[соответствующий]], [[сообразный]] (τινος и τινι Arph., Plat., Plut.): οὐκ ἀκόλουθα Xen. вещи (взаимно) несогласованные; [[ἀκόλουθον]] τοῖς εἰρημένοις ([[ἐστί]]) … Arst. в соответствии со сказанным нужно ….<br /><b class="num">II</b> ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> спутник, провожатый, слуга; pl. челядь, свита Thuc., Lys., Arph., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[личный состав обоза]] Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκόλουθος:''' -ον (α αθροιστικό [[κέλευθος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ακολουθεί, που υπηρετεί· ως ουσ., [[ακόλουθος]], [[υπηρέτης]], Λατ. [[pedisequus]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀκόλουθοι</i>, αυτοί που ακολουθούν το [[στράτευμα]], σκευοφόρα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ακολουθεί [[μετά]] από κάποιον, με γεν., <i>Νηρῄδων ἀκ</i>., σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που ακολουθεί ή επακολουθεί ως [[συνέπεια]], ο [[σύμφωνος]] προς, με γεν., σε Αριστοφ.· επίσης με δοτ., σε Πλάτ.· απόλ. ο [[σύμφωνος]] με κάποιον [[άλλο]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-θως</i>, σύμφωνα, [[συμφώνως]] προς, <i>τοῖς νόμοις</i>, σε Δημ. | |lsmtext='''ἀκόλουθος:''' -ον (α αθροιστικό [[κέλευθος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ακολουθεί, που υπηρετεί· ως ουσ., [[ακόλουθος]], [[υπηρέτης]], Λατ. [[pedisequus]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀκόλουθοι</i>, αυτοί που ακολουθούν το [[στράτευμα]], σκευοφόρα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ακολουθεί [[μετά]] από κάποιον, με γεν., <i>Νηρῄδων ἀκ</i>., σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που ακολουθεί ή επακολουθεί ως [[συνέπεια]], ο [[σύμφωνος]] προς, με γεν., σε Αριστοφ.· επίσης με δοτ., σε Πλάτ.· απόλ. ο [[σύμφωνος]] με κάποιον [[άλλο]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-θως</i>, σύμφωνα, [[συμφώνως]] προς, <i>τοῖς νόμοις</i>, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |