ἀποδοκεῖ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποδόξει, <i>ao.</i> ἀπέδοξε, <i>etc.</i><br /><i>impers.</i><br />il ne paraît pas bon <i>ou</i> à propos de : μὴ ἀποδόξῃ [[ἡμῖν]] [[τὰς]] σπονδὰς ποιήσασθαι XÉN ne refusons pas de conclure ce traité ; [[ὥς]] [[σφι]] ἀπέδοξε HDT lorsqu’ils résolurent de ne point faire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δοκέω]].
|btext=<i>f.</i> ἀποδόξει, <i>ao.</i> ἀπέδοξε, <i>etc.</i><br /><i>impers.</i><br />il ne paraît pas bon <i>ou</i> à propos de : μὴ ἀποδόξῃ [[ἡμῖν]] [[τὰς]] σπονδὰς ποιήσασθαι XÉN ne refusons pas de conclure ce traité ; [[ὥς]] [[σφι]] ἀπέδοξε HDT lorsqu’ils résolurent de ne point faire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δοκέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδοκεῖ:''' impers. не угодно, нежелательно (τινι ποιεῖν и μὴ ποιεῖν τι Her., Xen.): μετέπειτεν, ὥς [[σφι]] ἀπέδοξε Her. впоследствии, когда вкусы их переменились.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδοκεῖ:''' απρόσ. ([[δοκέω]]), θεωρείται καλό να μην κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], με απαρ., ἀπέδοξέ [[σφι]] πράττειν ή <i>μὴ πράττειν</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· μερικές φορές το απαρ. παραλείπεται, ὥς [[σφι]] ἀπέδοξε, όταν αποφάσισαν να μην (προχωρήσουν [[περαιτέρω]]), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποδοκεῖ:''' απρόσ. ([[δοκέω]]), θεωρείται καλό να μην κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], με απαρ., ἀπέδοξέ [[σφι]] πράττειν ή <i>μὴ πράττειν</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· μερικές φορές το απαρ. παραλείπεται, ὥς [[σφι]] ἀπέδοξε, όταν αποφάσισαν να μην (προχωρήσουν [[περαιτέρω]]), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδοκεῖ:''' impers. не угодно, нежелательно (τινι ποιεῖν и μὴ ποιεῖν τι Her., Xen.): μετέπειτεν, ὥς [[σφι]] ἀπέδοξε Her. впоследствии, когда вкусы их переменились.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δοκέω]]<br />it seems [[good]] not to do a [[thing]], c. inf., ἀπέδοξέ σφι πράττειν or μὴ πράττειν Hdt., Xen.; [[sometimes]] with the inf. omitted, ὥς σφι ἀπέδοξε [[when]] they resolved not (to go on), Hdt.
|mdlsjtxt=[[δοκέω]]<br />it seems [[good]] not to do a [[thing]], c. inf., ἀπέδοξέ σφι πράττειν or μὴ πράττειν Hdt., Xen.; [[sometimes]] with the inf. omitted, ὥς σφι ἀπέδοξε [[when]] they resolved not (to go on), Hdt.
}}
}}