ἄδερκτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aveugle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δέρκομαι]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[τυφλός]].
|btext=ος, ον :<br />aveugle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δέρκομαι]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[τυφλός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄδερκτος:''' [[невидящий]], [[незрячий]] (ὄμματα Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄδερκτος:''' -ον ([[δέρκομαι]]), αυτός που δεν βλέπει, <i>ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος</i>, στερημένος των οφθαλμών [[σου]], έτσι ώστε να μη βλέπουν πια, σε Σοφ.· πρβλ. [[ἀδάκρυτος]] I· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[κάποιος]] να βλέπει, στον ίδ.
|lsmtext='''ἄδερκτος:''' -ον ([[δέρκομαι]]), αυτός που δεν βλέπει, <i>ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος</i>, στερημένος των οφθαλμών [[σου]], έτσι ώστε να μη βλέπουν πια, σε Σοφ.· πρβλ. [[ἀδάκρυτος]] I· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[κάποιος]] να βλέπει, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄδερκτος:''' [[невидящий]], [[незрячий]] (ὄμματα Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δέρκομαι]], cf. [[ἀδάκρυτος]] 1]<br />not [[seeing]], ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος = bereft of [[thine]] eyes so that they see not, Soph.; adv. -τως, without looking, Soph.
|mdlsjtxt=[[δέρκομαι]], cf. [[ἀδάκρυτος]] 1]<br />not [[seeing]], ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος = bereft of [[thine]] eyes so that they see not, Soph.; adv. -τως, without looking, Soph.
}}
}}