ἄπιστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui n’a pas foi, défiant, incrédule ; τὸ ἄπιστον défiance, incrédulité;<br /><b>2</b> désobéissant à, gén.;<br /><b>II. 1</b> indigne de foi, infidèle, perfide;<br /><b>2</b> incroyable, invraisemblable : ἀπίστους ἡδονάς EUR bonne nouvelle incroyable, inespérée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πιστός]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui n’a pas foi, défiant, incrédule ; τὸ ἄπιστον défiance, incrédulité;<br /><b>2</b> désobéissant à, gén.;<br /><b>II. 1</b> indigne de foi, infidèle, perfide;<br /><b>2</b> incroyable, invraisemblable : ἀπίστους ἡδονάς EUR bonne nouvelle incroyable, inespérée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πιστός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπιστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[не верящий]], [[недоверчивый]], [[подозрительный]] (Hom., Her.; τινι Plat.; πρός τινα Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[неверующий]] NT;<br /><b class="num">3)</b> [[непослушный]], [[непокорный]] (τινος Aesch. и τινι Eur.);<br /><b class="num">4)</b> [[невероятный]], [[неправдоподобный]] Pind., Aesch., Thuc., Arph., Xen., Plut.;<br /><b class="num">5)</b> [[недостоверный]], [[сомнительный]], [[ненадежный]] Thuc., Xen., Plat., Plut.;<br /><b class="num">6)</b> [[неверный]], [[вероломный]] Her., Eur., Thuc., Xen., Isocr., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 39: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπιστος:''' -ον, <b class="num">I.</b> Παθ., αυτός τον οποίο δεν μπορεί να πιστέψει ή να εμπιστευτεί [[κάποιος]], και [[συνεπώς]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τους ανθρώπους και τις πράξεις τους, [[αναξιόπιστος]], [[ανάξιος]] εμπιστοσύνης, αυτός που δεν έχει [[πιστότητα]], [[αναληθής]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[θράσος]] ἄπιστον, αβάσιμη [[πεποίθηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[φήμη]] και άλλα παρόμοια, [[απίστευτος]], [[απίθανος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>τὸ ἐλπίδων ἄπιστον</i>, αυτό που δεν μπορεί να πιστέψει [[κάποιος]] [[έστω]] και ως [[ελπίδα]], ως όνειρο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν πιστεύει ή δεν εμπιστεύεται κάποιον ή [[κάτι]], [[δύσπιστος]], [[σκεπτικιστής]], [[φιλύποπτος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπιστότερος</i>, λιγότερο [[εύπιστος]], σε Ηρόδ.· [[ἄπιστος]] πρὸς Φίλιππον, [[δύσπιστος]] [[έναντι]] του Φιλίππου, σε Δημ.· [[ἄπιστος]] σαυτῷ, [[χωρίς]] να πιστεύεις [[ούτε]] τα [[ίδια]] [[σου]] τα [[λόγια]], σε Πλάτ.· τὸ ἄπιστον = [[ἀπιστία]], σε Θουκ.· στην Κ.Δ. αυτός που δεν πιστεύει, [[δύσπιστος]], [[άπιστος]].<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν υπακούει, [[ανυπάκουος]], με γεν., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[ἀπίστως]],<br /><b class="num">1.</b> Παθ., με όχι πιστευτό τρόπο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., με [[δυσπιστία]], με [[φιλυποψία]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἄπιστος:''' -ον, <b class="num">I.</b> Παθ., αυτός τον οποίο δεν μπορεί να πιστέψει ή να εμπιστευτεί [[κάποιος]], και [[συνεπώς]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τους ανθρώπους και τις πράξεις τους, [[αναξιόπιστος]], [[ανάξιος]] εμπιστοσύνης, αυτός που δεν έχει [[πιστότητα]], [[αναληθής]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[θράσος]] ἄπιστον, αβάσιμη [[πεποίθηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[φήμη]] και άλλα παρόμοια, [[απίστευτος]], [[απίθανος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>τὸ ἐλπίδων ἄπιστον</i>, αυτό που δεν μπορεί να πιστέψει [[κάποιος]] [[έστω]] και ως [[ελπίδα]], ως όνειρο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν πιστεύει ή δεν εμπιστεύεται κάποιον ή [[κάτι]], [[δύσπιστος]], [[σκεπτικιστής]], [[φιλύποπτος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπιστότερος</i>, λιγότερο [[εύπιστος]], σε Ηρόδ.· [[ἄπιστος]] πρὸς Φίλιππον, [[δύσπιστος]] [[έναντι]] του Φιλίππου, σε Δημ.· [[ἄπιστος]] σαυτῷ, [[χωρίς]] να πιστεύεις [[ούτε]] τα [[ίδια]] [[σου]] τα [[λόγια]], σε Πλάτ.· τὸ ἄπιστον = [[ἀπιστία]], σε Θουκ.· στην Κ.Δ. αυτός που δεν πιστεύει, [[δύσπιστος]], [[άπιστος]].<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν υπακούει, [[ανυπάκουος]], με γεν., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[ἀπίστως]],<br /><b class="num">1.</b> Παθ., με όχι πιστευτό τρόπο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., με [[δυσπιστία]], με [[φιλυποψία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπιστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[не верящий]], [[недоверчивый]], [[подозрительный]] (Hom., Her.; τινι Plat.; πρός τινα Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[неверующий]] NT;<br /><b class="num">3)</b> [[непослушный]], [[непокорный]] (τινος Aesch. и τινι Eur.);<br /><b class="num">4)</b> [[невероятный]], [[неправдоподобный]] Pind., Aesch., Thuc., Arph., Xen., Plut.;<br /><b class="num">5)</b> [[недостоверный]], [[сомнительный]], [[ненадежный]] Thuc., Xen., Plat., Plut.;<br /><b class="num">6)</b> [[неверный]], [[вероломный]] Her., Eur., Thuc., Xen., Isocr., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj