ἄκουρος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans enfants.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κοῦρος]]. | |btext=ος, ον :<br />sans enfants.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κοῦρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄκουρος:''' [[не имеющий сыновей]] Hom.<br />нестриженный ([[ὑπήνη]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄκουρος:''' -ον ([[κοῦρος]] Ιων. αντί [[κόρος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[αρσενικό]] διάδοχο ή κληρονόμο, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ([[κουρά]]), [[αξύριστος]], [[ακούρευτος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἄκουρος:''' -ον ([[κοῦρος]] Ιων. αντί [[κόρος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[αρσενικό]] διάδοχο ή κληρονόμο, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ([[κουρά]]), [[αξύριστος]], [[ακούρευτος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κοῦρος]] ionic for [[κόρος]]<br /><b class="num">I.</b> without [[male]] [[heir]], Od.<br /><b class="num">II.</b> ([[κουρά]]) [[unshaven]], [[unshorn]], Ar. | |mdlsjtxt=[[κοῦρος]] ionic for [[κόρος]]<br /><b class="num">I.</b> without [[male]] [[heir]], Od.<br /><b class="num">II.</b> ([[κουρά]]) [[unshaven]], [[unshorn]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (κοῦρος) A childless, without male heir, Od.7.64. II (κουρά) unshaven, Ar.V.476, Lyc.976, Str.10.3.6.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene hijo varón τὸν μὲν ἄ. ἐόντα βάλ' ... Ἀπόλλων Od.7.64. • DMic.: a-ko-wo (??).
-ον
1 no rasurado, no afeitado de la barba ὑπήνη Ar.V.476
•no rasurado, intonso del cabello κρατὸς δ' ἄ. νῶτα καλλυνεῖ intonso en su cabellera cubrirá su espalda Lyc.976, διὰ τὸ ἀκούρους φυλάττειν τὰς κεφαλάς como etím. de Ἀκαρνᾶνες Str.10.3.6.
2 no afeitado todavía, imberbe ref. un adolescente ICallatis 135.3 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 78] 1) ohne Sohn, Hom. einmal, Od. 7, 64. – 2) ungeschoren, ὑπήνη Ar. Vesp. 477; φόβη Lyc. 976.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans enfants.
Étymologie: ἀ, κοῦρος.
Russian (Dvoretsky)
ἄκουρος: не имеющий сыновей Hom.
нестриженный (ὑπήνη Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκουρος: -ον, (κοῦρος ἀντί κόρος) = ἄνευ τέκνου, ἄνευ ἄρρενος κληρονόμου, Ὀδ. Η. 64. ΙΙ. (κουρά) = ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρημένος, Ἀριστοφ. Σφ. 477, Λυκόφρ. 976., Στράβ.
English (Autenrieth)
(κοῦρος): without male heir, Od. 7.64†.
Greek Monolingual
(I)
ἄκουρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει παιδιά και κυρίως αρσενικό κληρονόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κοῦρος «αγόρι»].
(II)
–ο, (Α ἄκουρος, -ον) κουρά
ακούρευτος, αξύριστος
νεοελλ.
1. «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από κάθε τάξη και κάθε ηλικία
2. (γι’ αυτόν που πρόκειται να «καρῇ μοναχὸς») αυτός που δεν πήρε ακόμη το μοναχικό σχήμα με την τελετή της κουράς.
Greek Monotonic
ἄκουρος: -ον (κοῦρος Ιων. αντί κόρος),
I. αυτός που δεν έχει αρσενικό διάδοχο ή κληρονόμο, σε Ομήρ. Οδ.
II. (κουρά), αξύριστος, ακούρευτος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
κοῦρος ionic for κόρος
I. without male heir, Od.
II. (κουρά) unshaven, unshorn, Ar.