ἐντομή: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0857.png Seite 857]] ἡ, das Einschneiden, der Einschnitt, Arist. H. A. 4, 1 Theophr. u. A.; Kluft, Spalt, [[τόπος]] κρημνοῖς συγκλειόμενος εἰς στενὴν ἐντομήν D. Sic. 1, 32; a. Sp.; vgl. Plut. Arst. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0857.png Seite 857]] ἡ, das Einschneiden, der Einschnitt, Arist. H. A. 4, 1 Theophr. u. A.; Kluft, Spalt, [[τόπος]] κρημνοῖς συγκλειόμενος εἰς στενὴν ἐντομήν D. Sic. 1, 32; a. Sp.; vgl. Plut. Arst. 18.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντομή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[надрез]], [[зазубрина]]: πριστοῦ κτενὸς ἐντομαί Luc. зубья гребня;<br /><b class="num">2)</b> [[насечка]], [[перетяжка]] (τὰ ἔντομα [[ἔχει]] κατὰ τὸ [[σῶμα]] ἐντομάς Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[расселина]], [[ущелье]] ([[στενή]] Diod.; πλαγία Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐντομή]])<br />[[εγκοπή]], [[σχισμή]], [[αυλάκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε σχισμές ή αύλακες που παρατηρούνται σε διάφορα οστά ή άλλα όργανα<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[τομή]] του φλοιού που αποβλέπει στην [[ενδυνάμωση]] του φυτού («εγκάρσια [[εντομή]]», «[[δακτυλοειδής]] [[εντομή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στενή [[δίοδος]], [[χαράδρα]]<br /><b>2.</b> (για [[λιθοδομία]]) [[λάξευση]]<br /><b>3.</b> το [[κενό]] που δημιουργείται από την [[εντομή]].
|mltxt=η (Α [[ἐντομή]])<br />[[εγκοπή]], [[σχισμή]], [[αυλάκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε σχισμές ή αύλακες που παρατηρούνται σε διάφορα οστά ή άλλα όργανα<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[τομή]] του φλοιού που αποβλέπει στην [[ενδυνάμωση]] του φυτού («εγκάρσια [[εντομή]]», «[[δακτυλοειδής]] [[εντομή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στενή [[δίοδος]], [[χαράδρα]]<br /><b>2.</b> (για [[λιθοδομία]]) [[λάξευση]]<br /><b>3.</b> το [[κενό]] που δημιουργείται από την [[εντομή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντομή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[надрез]], [[зазубрина]]: πριστοῦ κτενὸς ἐντομαί Luc. зубья гребня;<br /><b class="num">2)</b> [[насечка]], [[перетяжка]] (τὰ ἔντομα [[ἔχει]] κατὰ τὸ [[σῶμα]] ἐντομάς Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[расселина]], [[ущелье]] ([[στενή]] Diod.; πλαγία Plut.).
}}
}}