ἐπιτήδειος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> <b>1</b> convenable, approprié à, τινι : [[ἐπιτήδειος]] ἔς [[τι]], [[πρός]] [[τι]] qui convient pour faire qch ; avec l'inf. : [[χωρίον]] ἐπιτήδειον ἐνιππεῦσαι HDT terrain où la cavalerie peut manœuvrer ; στρατοπεδεύεσθαι [[ἐν]] ἐπιτηδείῳ THC camper dans une position favorable ; <i>abs.</i> τὸ ἐπιτήδειον, τὰ ἐπιτήδεια les choses nécessaires à la vie ; • <i>impers.</i> ἐπιτήδειόν ἐστι avec l'inf. : il est utile, convenable de;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> serviable, obligeant : τινι pour qqn ; qui se conforme à : [[τῷ]] πατρί HDT à la volonté de son père ; τοῖς πρασσομένοις THC favorable à ce qui se fait;<br /><b>3</b> favorable, avantageux : οὐδὲν ηὕροντο ἐπιτήδειον THC ils n’y trouvèrent aucun avantage ; καταστῆσαι [[ἐς]] τὸ ἐπιτήδειον THC régler qch selon ses intérêts;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> qui a des relations avec qqn ; ὁ [[ἐπιτήδειος]] ami ; τινι, τινος lié avec qqn, familier de qqn;<br /><i>Cp.</i> ἐπιτηδειότερος, <i>Sp.</i> ἐπιτηδειότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτηδές]].
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> <b>1</b> convenable, approprié à, τινι : [[ἐπιτήδειος]] ἔς [[τι]], [[πρός]] [[τι]] qui convient pour faire qch ; avec l'inf. : [[χωρίον]] ἐπιτήδειον ἐνιππεῦσαι HDT terrain où la cavalerie peut manœuvrer ; στρατοπεδεύεσθαι [[ἐν]] ἐπιτηδείῳ THC camper dans une position favorable ; <i>abs.</i> τὸ ἐπιτήδειον, τὰ ἐπιτήδεια les choses nécessaires à la vie ; • <i>impers.</i> ἐπιτήδειόν ἐστι avec l'inf. : il est utile, convenable de;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> serviable, obligeant : τινι pour qqn ; qui se conforme à : [[τῷ]] πατρί HDT à la volonté de son père ; τοῖς πρασσομένοις THC favorable à ce qui se fait;<br /><b>3</b> favorable, avantageux : οὐδὲν ηὕροντο ἐπιτήδειον THC ils n’y trouvèrent aucun avantage ; καταστῆσαι [[ἐς]] τὸ ἐπιτήδειον THC régler qch selon ses intérêts;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> qui a des relations avec qqn ; ὁ [[ἐπιτήδειος]] ami ; τινι, τινος lié avec qqn, familier de qqn;<br /><i>Cp.</i> ἐπιτηδειότερος, <i>Sp.</i> ἐπιτηδειότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτηδές]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτήδειος:'''<br /><b class="num">I</b> ион. [[ἐπιτήδεος]] 3 и<br /><b class="num">1)</b> [[подходящий]], ([[при]])[[годный]], [[благоприятный]], [[полезный]], [[необходимый]] (γῆ Her.; [[νόμος]] Arst.; τινι Thuc., Plat., Arst.; ἔς τι Her. и πρός τι Xen., Plat., Arst.): ἐ. ἐνιππεῦσαι Her. [[удобный]] [[для]] [[операций]] [[конницы]]; ξυνεῖναι ἐ. Eur. ([[человек]]), [[с]] [[которым]] [[приятно]] [[быть]] [[вместе]];<br /><b class="num">2)</b> [[заслуживающий]], [[достойный]] ([[δοῦναι]] [[δίκην]] Lys.; παίεσθαι Xen.; ἀποθανεῖν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[склонный]], [[склоняющийся]], ([[дружественно]]) [[расположенный]] (ἐς ὀλιγαρχίαν [[ἐλθεῖν]] Thuc.): ἐ. τοῖς πρὸς Ἀλκιβιάδην πρασσομένοις Thuc. [[сочувствующий]] [[тому]], [[что]] [[предпринималось]] в [[пользу]] ([[возвращения]]) [[Алкивиада]];<br /><b class="num">4)</b> [[послушный]], [[покорный]] (τῷ πατρί Her.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[близкий]] [[человек]], [[друг]] ([[ἡμέτερος]] ἐ. Lys.);<br /><b class="num">2)</b> [[сторонник]], [[приверженец]] (τῶν Ἀθηναίων Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτήδειος:''' -α, -ον, Ιων. -έος, -έη, -έον· ομαλ. συγκρ. και υπερθ. <i>-ειότερος</i>, Ιων. <i>-εώτερος</i>, <i>-εώτατος</i> ([[ἐπιτηδές]])·<br /><b class="num">I.</b> κατασκευασμένος για ένα [[τέλος]] ή για ένα σκοπό, [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], <i>ἔς τι</i>, [[πρός]] τι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· με απαρ., [[χωρίον]] ἐπ. ἐννιπεῦσαι, κατάλληλο για [[ιππασία]], σε Ηρόδ.· <i>ἐπ. ὑπεξαιρεθῆναι</i>, [[συμφέρον]] να βγουν απ' τη [[μέση]], σε Θουκ.· <i>ἐπ.ξυνεῖναι</i>, [[ευχάριστος]] [[σύντροφος]] για να ζεις μαζί του, σε Ευρ.· ἐπ. [[παθεῖν]], [[άξιος]] να υποφέρει, σε Δημ., επίσης, <i>ἐπιτήδεόν</i> ([[ἐστί]]) <i>μοι</i>, με απαρ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[αναγκαίος]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πράγματα, [[κατάλληλος]], αρμόζων, με δοτ., σε Θουκ.· <i>ἐς τὸ ἐπ</i>., προς όφελός τους, στον ίδ.· λέγεται για συνθήκες, οιωνούς, [[ευνοϊκός]], [[ευμενής]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], ως ουσ., <i>τὰ ἐπιτήδεια</i>, τα αναγκαία, οι προμήθειες, τα αποθέματα, Λατ. [[commeatus]], στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[χρήσιμος]], [[φιλικός]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>τῷ πατρί</i>, [[σύμφωνος]], [[υπάκουος]], [[πειθήνιος]] στο θέλημά του, σε Ηρόδ.· ως ουσ. με γεν., [[στενός]] [[φίλος]], Λατ. [[necessarius]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. <i>-[[είως]]</i>, Ιων. <i>-έως</i>, επιμελώς, προσεκτικά, με [[σπουδή]] και [[μελέτη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> καταλλήλως, [[δεόντως]], όπως πρέπει, [[κατάλληλα]], στον ίδ.· συγκρ. <i>-ειότερον</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιτήδειος:''' -α, -ον, Ιων. -έος, -έη, -έον· ομαλ. συγκρ. και υπερθ. <i>-ειότερος</i>, Ιων. <i>-εώτερος</i>, <i>-εώτατος</i> ([[ἐπιτηδές]])·<br /><b class="num">I.</b> κατασκευασμένος για ένα [[τέλος]] ή για ένα σκοπό, [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], <i>ἔς τι</i>, [[πρός]] τι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· με απαρ., [[χωρίον]] ἐπ. ἐννιπεῦσαι, κατάλληλο για [[ιππασία]], σε Ηρόδ.· <i>ἐπ. ὑπεξαιρεθῆναι</i>, [[συμφέρον]] να βγουν απ' τη [[μέση]], σε Θουκ.· <i>ἐπ.ξυνεῖναι</i>, [[ευχάριστος]] [[σύντροφος]] για να ζεις μαζί του, σε Ευρ.· ἐπ. [[παθεῖν]], [[άξιος]] να υποφέρει, σε Δημ., επίσης, <i>ἐπιτήδεόν</i> ([[ἐστί]]) <i>μοι</i>, με απαρ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[αναγκαίος]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πράγματα, [[κατάλληλος]], αρμόζων, με δοτ., σε Θουκ.· <i>ἐς τὸ ἐπ</i>., προς όφελός τους, στον ίδ.· λέγεται για συνθήκες, οιωνούς, [[ευνοϊκός]], [[ευμενής]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], ως ουσ., <i>τὰ ἐπιτήδεια</i>, τα αναγκαία, οι προμήθειες, τα αποθέματα, Λατ. [[commeatus]], στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[χρήσιμος]], [[φιλικός]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>τῷ πατρί</i>, [[σύμφωνος]], [[υπάκουος]], [[πειθήνιος]] στο θέλημά του, σε Ηρόδ.· ως ουσ. με γεν., [[στενός]] [[φίλος]], Λατ. [[necessarius]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. <i>-[[είως]]</i>, Ιων. <i>-έως</i>, επιμελώς, προσεκτικά, με [[σπουδή]] και [[μελέτη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> καταλλήλως, [[δεόντως]], όπως πρέπει, [[κατάλληλα]], στον ίδ.· συγκρ. <i>-ειότερον</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτήδειος:'''<br /><b class="num">I</b> ион. [[ἐπιτήδεος]] 3 и<br /><b class="num">1)</b> [[подходящий]], ([[при]])[[годный]], [[благоприятный]], [[полезный]], [[необходимый]] (γῆ Her.; [[νόμος]] Arst.; τινι Thuc., Plat., Arst.; ἔς τι Her. и πρός τι Xen., Plat., Arst.): ἐ. ἐνιππεῦσαι Her. [[удобный]] [[для]] [[операций]] [[конницы]]; ξυνεῖναι ἐ. Eur. ([[человек]]), [[с]] [[которым]] [[приятно]] [[быть]] [[вместе]];<br /><b class="num">2)</b> [[заслуживающий]], [[достойный]] ([[δοῦναι]] [[δίκην]] Lys.; παίεσθαι Xen.; ἀποθανεῖν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[склонный]], [[склоняющийся]], ([[дружественно]]) [[расположенный]] (ἐς ὀλιγαρχίαν [[ἐλθεῖν]] Thuc.): ἐ. τοῖς πρὸς Ἀλκιβιάδην πρασσομένοις Thuc. [[сочувствующий]] [[тому]], [[что]] [[предпринималось]] в [[пользу]] ([[возвращения]]) [[Алкивиада]];<br /><b class="num">4)</b> [[послушный]], [[покорный]] (τῷ πατρί Her.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[близкий]] [[человек]], [[друг]] ([[ἡμέτερος]] ἐ. Lys.);<br /><b class="num">2)</b> [[сторонник]], [[приверженец]] (τῶν Ἀθηναίων Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj