ἑξαετής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui dure six ans ; <i>adv.</i> • [[ἑξάετες]] OD pendant six ans.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[ἔτος]].
|btext=ής, ές :<br />qui dure six ans ; <i>adv.</i> • [[ἑξάετες]] OD pendant six ans.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[ἔτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑξαετής:''' [[шестилетний]] ([[χρόνος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑξαετής:''' -ές ή -[[έτης]], -ες ([[ἔτος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι έξι ετών (ηλικιακά)· θηλ. ἐξαέτις, <i>-ιδος</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αποτελείται από έξι χρόνια, [[χρόνος]], σε Πλούτ., — επίρρ. [[ἑξάετες]], για έξι χρόνια (για μια [[εξαετία]]), σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἑξαετής:''' -ές ή -[[έτης]], -ες ([[ἔτος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι έξι ετών (ηλικιακά)· θηλ. ἐξαέτις, <i>-ιδος</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αποτελείται από έξι χρόνια, [[χρόνος]], σε Πλούτ., — επίρρ. [[ἑξάετες]], για έξι χρόνια (για μια [[εξαετία]]), σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑξαετής:''' [[шестилетний]] ([[χρόνος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑξα-ετής, ές <i>adj</i> <i>adj</i> <i>n</i> [[ἔτος]]<br /><b class="num">I.</b> six years old: fem. [[ἑξαέτις]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> of six years, [[χρόνος]] Plut.:—adv., [[ἑξάετες]], for six years, Od.
|mdlsjtxt=ἑξα-ετής, ές <i>adj</i> <i>adj</i> <i>n</i> [[ἔτος]]<br /><b class="num">I.</b> six years old: fem. [[ἑξαέτις]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> of six years, [[χρόνος]] Plut.:—adv., [[ἑξάετες]], for six years, Od.
}}
}}