Anonymous

ἑταιρικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne une association, une corporation ; <i>subst.</i> :<br /><b>1</b> τὸ ἑταιρικόν THC adhérents d’un parti politique ; association sous la foi d’un serment, association de conjurés;<br /><b>2</b> τὰ ἑταιρικά partis politiques, factions;<br /><b>II.</b> semblable à une courtisane.<br />'''Étymologie:''' [[ἑταῖρος]].
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne une association, une corporation ; <i>subst.</i> :<br /><b>1</b> τὸ ἑταιρικόν THC adhérents d’un parti politique ; association sous la foi d’un serment, association de conjurés;<br /><b>2</b> τὰ ἑταιρικά partis politiques, factions;<br /><b>II.</b> semblable à une courtisane.<br />'''Étymologie:''' [[ἑταῖρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑταιρικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[товарищеский]], [[дружеский]] ([[φιλία]] Arst. и τὸ [[φιλίας]] [[γένος]] Plut.): ἑταιρικὴ [[ἵππος]] Polyb., Diod. конница гетеров (отборная конница в македонской армии);<br /><b class="num">2)</b> [[подобный блуднице]], [[распутный]] ([[γυνή]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑταιρικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μια [[εταιρεία]] ή [[συντροφιά]], [[εταιρικός]], [[συντροφικός]], [[φιλικός]]· τὸ ἑταιρικόν = [[ἑταιρεία]] 2, σε Θουκ.· απ' όπου, πολιτικοί, κομματικοί σύλλογοι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή μοιάζει στην [[ἑταίρα]], [[επιτηδευμένος]], [[φανταχτερός]], [[ψεύτικος]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ., σε Λουκ.
|lsmtext='''ἑταιρικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μια [[εταιρεία]] ή [[συντροφιά]], [[εταιρικός]], [[συντροφικός]], [[φιλικός]]· τὸ ἑταιρικόν = [[ἑταιρεία]] 2, σε Θουκ.· απ' όπου, πολιτικοί, κομματικοί σύλλογοι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή μοιάζει στην [[ἑταίρα]], [[επιτηδευμένος]], [[φανταχτερός]], [[ψεύτικος]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ., σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑταιρικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[товарищеский]], [[дружеский]] ([[φιλία]] Arst. и τὸ [[φιλίας]] [[γένος]] Plut.): ἑταιρικὴ [[ἵππος]] Polyb., Diod. конница гетеров (отборная конница в македонской армии);<br /><b class="num">2)</b> [[подобный блуднице]], [[распутный]] ([[γυνή]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἑταιρικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> of or [[befitting]] a [[companion]]: τὸ ἑταιρικόν = [[ἑταιρεία]] I.2, Thuc.: [[hence]] the ties of [[party]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> of or like an [[ἑταίρα]], [[meretricious]] Plut.:— adv. -κῶς, Plut., Luc.
|mdlsjtxt=[[ἑταιρικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> of or [[befitting]] a [[companion]]: τὸ ἑταιρικόν = [[ἑταιρεία]] I.2, Thuc.: [[hence]] the ties of [[party]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> of or like an [[ἑταίρα]], [[meretricious]] Plut.:— adv. -κῶς, Plut., Luc.
}}
}}