3,277,172
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne une association, une corporation ; <i>subst.</i> :<br /><b>1</b> τὸ ἑταιρικόν THC adhérents d’un parti politique ; association sous la foi d’un serment, association de conjurés;<br /><b>2</b> τὰ ἑταιρικά partis politiques, factions;<br /><b>II.</b> semblable à une courtisane.<br />'''Étymologie:''' [[ἑταῖρος]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne une association, une corporation ; <i>subst.</i> :<br /><b>1</b> τὸ ἑταιρικόν THC adhérents d’un parti politique ; association sous la foi d’un serment, association de conjurés;<br /><b>2</b> τὰ ἑταιρικά partis politiques, factions;<br /><b>II.</b> semblable à une courtisane.<br />'''Étymologie:''' [[ἑταῖρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑταιρικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[товарищеский]], [[дружеский]] ([[φιλία]] Arst. и τὸ [[φιλίας]] [[γένος]] Plut.): ἑταιρικὴ [[ἵππος]] Polyb., Diod. конница гетеров (отборная конница в македонской армии);<br /><b class="num">2)</b> [[подобный блуднице]], [[распутный]] ([[γυνή]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑταιρικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μια [[εταιρεία]] ή [[συντροφιά]], [[εταιρικός]], [[συντροφικός]], [[φιλικός]]· τὸ ἑταιρικόν = [[ἑταιρεία]] 2, σε Θουκ.· απ' όπου, πολιτικοί, κομματικοί σύλλογοι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή μοιάζει στην [[ἑταίρα]], [[επιτηδευμένος]], [[φανταχτερός]], [[ψεύτικος]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ., σε Λουκ. | |lsmtext='''ἑταιρικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μια [[εταιρεία]] ή [[συντροφιά]], [[εταιρικός]], [[συντροφικός]], [[φιλικός]]· τὸ ἑταιρικόν = [[ἑταιρεία]] 2, σε Θουκ.· απ' όπου, πολιτικοί, κομματικοί σύλλογοι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή μοιάζει στην [[ἑταίρα]], [[επιτηδευμένος]], [[φανταχτερός]], [[ψεύτικος]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ., σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἑταιρικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> of or [[befitting]] a [[companion]]: τὸ ἑταιρικόν = [[ἑταιρεία]] I.2, Thuc.: [[hence]] the ties of [[party]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> of or like an [[ἑταίρα]], [[meretricious]] Plut.:— adv. -κῶς, Plut., Luc. | |mdlsjtxt=[[ἑταιρικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> of or [[befitting]] a [[companion]]: τὸ ἑταιρικόν = [[ἑταιρεία]] I.2, Thuc.: [[hence]] the ties of [[party]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> of or like an [[ἑταίρα]], [[meretricious]] Plut.:— adv. -κῶς, Plut., Luc. | ||
}} | }} |