ὄνειαρ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ὀνείατος (τό) :<br /><b>I.</b> utilité, profit, avantage;<br /><b>II.</b> τὰ [[ὀνείατα]];<br /><b>1</b> aliments, mets;<br /><b>2</b> biens <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὀνίνημι]].
|btext=ὀνείατος (τό) :<br /><b>I.</b> utilité, profit, avantage;<br /><b>II.</b> τὰ [[ὀνείατα]];<br /><b>1</b> aliments, mets;<br /><b>2</b> biens <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὀνίνημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄνειαρ:''' είᾰτος τό [[ὄναρ]] сновидение Anth.<br />είᾰτος τό [[ὀνίνημι]]<br /><b class="num">1)</b> [[помощь]], [[защита]] или [[спасение]], [[утеха]] (πᾶσι ὄ. Hom.): [[πῆμα]] κακὸς [[γείτων]], [[ὅσσον]] τ᾽ [[ἀγαθὸς]] μέγ᾽ ὄ. Hes. дурной сосед - бедствие, как хороший - счастье;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[яства]], [[блюда]] Hom.;<br /><b class="num">3)</b> pl. [[сокровища]], [[ценности]] Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄνειαρ:''' -ᾰτος, τό ([[ὀνίνημι]]),·<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε ωφελεί ή βοηθάει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πλεονέκτημα]], [[βοήθεια]], [[συνδρομή]], σε Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέσο]] ενίσχυσης, αναψυκτικό, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· στιβάδεσσιν [[ὄνειαρ]], καλό για κρεβάτια, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ. <i>ὀνείᾰτα</i>, [[φαγητό]], τρόφιμα, σε Όμηρ.· επίσης λέγεται για πλούσια δώρα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, πᾶσιν [[ὄνειαρ]], στο ίδ.
|lsmtext='''ὄνειαρ:''' -ᾰτος, τό ([[ὀνίνημι]]),·<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε ωφελεί ή βοηθάει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πλεονέκτημα]], [[βοήθεια]], [[συνδρομή]], σε Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέσο]] ενίσχυσης, αναψυκτικό, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· στιβάδεσσιν [[ὄνειαρ]], καλό για κρεβάτια, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ. <i>ὀνείᾰτα</i>, [[φαγητό]], τρόφιμα, σε Όμηρ.· επίσης λέγεται για πλούσια δώρα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, πᾶσιν [[ὄνειαρ]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄνειαρ:''' είᾰτος τό [[ὄναρ]] сновидение Anth.<br />είᾰτος τό [[ὀνίνημι]]<br /><b class="num">1)</b> [[помощь]], [[защита]] или [[спасение]], [[утеха]] (πᾶσι ὄ. Hom.): [[πῆμα]] κακὸς [[γείτων]], [[ὅσσον]] τ᾽ [[ἀγαθὸς]] μέγ᾽ ὄ. Hes. дурной сосед - бедствие, как хороший - счастье;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[яства]], [[блюда]] Hom.;<br /><b class="num">3)</b> pl. [[сокровища]], [[ценности]] Hom.
}}
}}
{{etym
{{etym