3,277,172
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui sert à délimiter, à définir ; <i>t. de gramm.</i> défini ; ἡ ὁριστική [[ἔγκλισις]] <i>t. de gramm.</i> l'indicatif.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui sert à délimiter, à définir ; <i>t. de gramm.</i> défini ; ἡ ὁριστική [[ἔγκλισις]] <i>t. de gramm.</i> l'indicatif.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁριστικός:''' [[определяющий]], [[определительный]] ([[λόγος]] Arst.; [[δύναμις]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁριστικός]], -ή, -όν) [[οριστός]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η οριστική</i><br /><b>γραμμ.</b> η πρώτη ρηματική [[έγκλιση]] η οποία δηλώνει [[κάτι]] το οποίο [[είναι]] ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σαφώς]] καθορισμένος, [[τελειωτικός]] («η [[απόφαση]] που [[πήρα]] [[είναι]] οριστική»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οριστική [[αντωνυμία]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[αντωνυμία]] η οποία καθορίζει με [[έμφαση]] το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] στο οποίο αναφέρεται και το αντιδιαστέλλει από [[οτιδήποτε]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) <i>οριστικά</i><br />αμετάκλητα, τελειωτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορισμό, δηλ. στον προσδιορισμό του περιεχομένου μιας έννοιας με τη [[διατύπωση]] τών ουσιωδών χαρακτηριστικών της<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τέχνη]] του να δίνει [[κανείς]] ορισμούς εννοιών<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁριστικόν</i><br />α) [[καθοριστικός]] [[παράγοντας]]<br />β) <b>γραμμ.</b> η οριστική [[έγκλιση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[οριστικώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ <i>ὁριστικῶς</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />τελειωτικά, τελεσίδικα, αμετάκλητα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με οριστικό, προσδιοριστικό τρόπο<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> σε [[έγκλιση]] οριστική. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁριστικός]], -ή, -όν) [[οριστός]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η οριστική</i><br /><b>γραμμ.</b> η πρώτη ρηματική [[έγκλιση]] η οποία δηλώνει [[κάτι]] το οποίο [[είναι]] ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σαφώς]] καθορισμένος, [[τελειωτικός]] («η [[απόφαση]] που [[πήρα]] [[είναι]] οριστική»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οριστική [[αντωνυμία]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[αντωνυμία]] η οποία καθορίζει με [[έμφαση]] το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] στο οποίο αναφέρεται και το αντιδιαστέλλει από [[οτιδήποτε]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) <i>οριστικά</i><br />αμετάκλητα, τελειωτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορισμό, δηλ. στον προσδιορισμό του περιεχομένου μιας έννοιας με τη [[διατύπωση]] τών ουσιωδών χαρακτηριστικών της<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τέχνη]] του να δίνει [[κανείς]] ορισμούς εννοιών<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁριστικόν</i><br />α) [[καθοριστικός]] [[παράγοντας]]<br />β) <b>γραμμ.</b> η οριστική [[έγκλιση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[οριστικώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ <i>ὁριστικῶς</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />τελειωτικά, τελεσίδικα, αμετάκλητα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με οριστικό, προσδιοριστικό τρόπο<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> σε [[έγκλιση]] οριστική. | ||
}} | }} |