σήθω: Difference between revisions

No change in size ,  6 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=tamiser, filtrer.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[διαττάω]].
|btext=tamiser, filtrer.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[διαττάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σήθω''': (περὶ τοῦ ἐνεστ. ἴδε ἀπο-[[σήθω]])· ἀόρ. μετοχ. σήσας Ἱππ. 614. 53. - Παθητ., ἀόρ. ἐσήσθην ἢ ἐσήθην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, καὶ μηνομνεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· πρκμ. σέσησμαι ἢ σέσησμαι Ἱππ. 491. 1., 533. 44. Κοσκινίζω.
|elnltext=σήθω, aor. ἔσησα; perf. med.-pass. σεσέησμαι, door een zeef gieten, zeven. Hp.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[κοσκινίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>σή</i>-<i>θω</i> ([[αμάρτυρος]] δωρ. τ. <i>σᾱθω</i>), με [[επίθημα]] -<i>θω</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἀλήθω]], [[νήθω]]) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>tu</i><i>ā</i>- «[[κοσκινίζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>titau</i>- «[[κόσκινο]]») και συνδέεται με το ρ. <i>δια</i>-<i>ττάω</i> «[[κοσκινίζω]] καλά». Χωρίς [[επίθημα]] -<i>θω</i> μαρτυρείται, [[τέλος]], ο ενεστ. <i>σῶ</i>, -<i>άω</i> (Ι)].
|mltxt=ΜΑ<br />[[κοσκινίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>σή</i>-<i>θω</i> ([[αμάρτυρος]] δωρ. τ. <i>σᾱθω</i>), με [[επίθημα]] -<i>θω</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἀλήθω]], [[νήθω]]) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>tu</i><i>ā</i>- «[[κοσκινίζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>titau</i>- «[[κόσκινο]]») και συνδέεται με το ρ. <i>δια</i>-<i>ττάω</i> «[[κοσκινίζω]] καλά». Χωρίς [[επίθημα]] -<i>θω</i> μαρτυρείται, [[τέλος]], ο ενεστ. <i>σῶ</i>, -<i>άω</i> (Ι)].
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=σήθω, aor. ἔσησα; perf. med.-pass. σεσέησμαι, door een zeef gieten, zeven. Hp.
|lstext='''σήθω''': (περὶ τοῦ ἐνεστ. ἴδε ἀπο-[[σήθω]])· ἀόρ. μετοχ. σήσας Ἱππ. 614. 53. - Παθητ., ἀόρ. ἐσήσθην ἢ ἐσήθην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, καὶ μηνομνεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· πρκμ. σέσησμαι ἢ σέσησμαι Ἱππ. 491. 1., 533. 44. Κοσκινίζω.
}}
}}
{{etym
{{etym