βαρυντικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρυντικός]], -ή, -όν (Α) [[βαρύνω]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έλκει [[κάτι]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Αἰολεῑς βαρυντικοί» — οι Αιολείς είχαν την [[τάση]] να μην τονίζουν στη [[λήγουσα]] [[αλλά]] ν' ανεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα.
|mltxt=[[βαρυντικός]], -ή, -όν (Α) [[βαρύνω]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έλκει [[κάτι]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Αἰολεῖς βαρυντικοί» — οι Αιολείς είχαν την [[τάση]] να μην τονίζουν στη [[λήγουσα]] [[αλλά]] ν' ανεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα.
}}
}}