ψέλιο: Difference between revisions

7 bytes removed ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
(47c)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ψέλιον]], ΝΑ, και ψέλι Ν, και [[ψέλλιον]] και [[σπέλιον]] και αιολ. τ. [[σπέλλιον]] και ψίλ(λ)ιον, Α<br />[[κόσμημα]] σε [[σχήμα]] κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό του χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, [[βραχιόλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[καθένας]] από τους ορειχάλκινους δακτυλίους που περιβάλλουν [[κατά]] διαστήματα και συγκρατούν την [[κάννη]] και το [[κοντάκιο]] φορητού όπλου<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[μεταλλικός]] [[δακτύλιος]] ο [[οποίος]] τοποθετείται στο ομμάτιο ιστίου<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] που έχει αυτό το [[σχήμα]], [[κρίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πιθ.</b> [[είδος]] μεταλλικού εργαλείου για αγροτικές εργασίες<br /><b>2.</b> αστρονομικό όργανο αποτελούμενο από κρίκο που παρίστανε τον ισημερινό<br /><b>3.</b> (ως μτγν. τ. του [[ψάλιον]]) [[χαλινός]]<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Αμμων. Επιγρ.) «οἱ Δωριεῑς [[ψέλλιον]] καλοῡσι τὸ [[ἄκρον]]<br />[[ὅθεν]] καὶ ἡμεῑς τὴν ἐπ' [[ἄκρων]] χειλέων λεγομένην προσῳδίαν ψιλὴν ἐκαλέσαμεν, ὤς φησι Τρύφων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρλλ. τ. του [[ψάλιον]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψαλίς]]: [[ψελίς]]). Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[ψαλίδα]], [[ψάλιον]] και [[ψαλόν]]].
|mltxt=το / [[ψέλιον]], ΝΑ, και ψέλι Ν, και [[ψέλλιον]] και [[σπέλιον]] και αιολ. τ. [[σπέλλιον]] και ψίλ(λ)ιον, Α<br />[[κόσμημα]] σε [[σχήμα]] κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό του χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, [[βραχιόλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[καθένας]] από τους ορειχάλκινους δακτυλίους που περιβάλλουν [[κατά]] διαστήματα και συγκρατούν την [[κάννη]] και το [[κοντάκιο]] φορητού όπλου<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[μεταλλικός]] [[δακτύλιος]] ο [[οποίος]] τοποθετείται στο ομμάτιο ιστίου<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] που έχει αυτό το [[σχήμα]], [[κρίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πιθ.</b> [[είδος]] μεταλλικού εργαλείου για αγροτικές εργασίες<br /><b>2.</b> αστρονομικό όργανο αποτελούμενο από κρίκο που παρίστανε τον ισημερινό<br /><b>3.</b> (ως μτγν. τ. του [[ψάλιον]]) [[χαλινός]]<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Αμμων. Επιγρ.) «οἱ Δωριεῖς [[ψέλλιον]] καλοῦσι τὸ [[ἄκρον]]<br />[[ὅθεν]] καὶ ἡμεῖς τὴν ἐπ' [[ἄκρων]] χειλέων λεγομένην προσῳδίαν ψιλὴν ἐκαλέσαμεν, ὤς φησι Τρύφων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρλλ. τ. του [[ψάλιον]] ([[πρβλ]]. [[ψαλίς]]: [[ψελίς]]). Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[ψαλίδα]], [[ψάλιον]] και [[ψαλόν]]].
}}
}}