επιπωλούμαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπιπωλοῦμαι, -έομαι (Α) [[πωλούμαι]]<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]], [[διέρχομαι]] παρατηρώντας, [[επιθεωρώ]] («αὐτὸς δέ... ἐπιπωλεῑται στίχας ἀνδρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επισκέπτομαι]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[παρατηρώ]], [[κατοπτεύω]] κάποιον.
|mltxt=ἐπιπωλοῦμαι, -έομαι (Α) [[πωλούμαι]]<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]], [[διέρχομαι]] παρατηρώντας, [[επιθεωρώ]] («αὐτὸς δέ... ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επισκέπτομαι]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[παρατηρώ]], [[κατοπτεύω]] κάποιον.
}}
}}