κατεπείγω: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κατεπείγω]])<br /><b>1.</b> [[επείγω]] υπερβολικά, [[πιέζω]] πολύ, δεν [[επιδέχομαι]] [[αναβολή]], έχω [[βιασύνη]] ή [[ενέχω]] στοιχεία ή ιδιότητες που απαιτούν [[σπουδή]] (α. «τα έγγραφα αυτα κατεπείγουν» β. «[[οὔτε]] τι κωλύει, [[οὔτε]] κατεπείγει», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατεπείγομαι</i><br />[[σπεύδω]] βιαστικά, κατευθύνομαι βιαστικά («ἐκ Κορίνθου Ἀθήναζε κατεπείγομαι», Αλκίφρ.)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) [[κατεπείγων]], -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />α) (για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που [[πρέπει]] να γίνει [[γρήγορα]] ή που επιβάλλει άμεση [[εκτέλεση]] (α. «κατεπείγουσα [[διαταγή]]» β. «το [[γράμμα]] [[πρέπει]] να ταχυδρομηθεί [[αμέσως]], [[γιατί]] [[είναι]] κατεπείγον»)<br />β) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κατεπείγον</i><br />η επείγουσα [[ανάγκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ως απρόσ.) <i>κατεπείγει</i><br />υπάρχει βία, υπάρχει [[μεγάλη]] [[ανάγκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[καταπιέζω]] («χαλεπὸν κατὰ [[γῆρας]] ἐπείγει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υποχρεώνω]], [[αναγκάζω]] κάποιον να βιάζεται, να κάνει εσπευσμένα [[κάτι]] («κατεπείγει γὰρ [[ὕδωρ]] [[ῥέον]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανυπομονώ]], [[ζητώ]] [[κάτι]] επειγόντως, με [[ανυπομονησία]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> (για νόσο) <i>τὸ κατεπεῑγον</i><br />[[σύμπτωμα]] νόσου που απαιτεί γρήγορη [[επέμβαση]].
|mltxt=(AM [[κατεπείγω]])<br /><b>1.</b> [[επείγω]] υπερβολικά, [[πιέζω]] πολύ, δεν [[επιδέχομαι]] [[αναβολή]], έχω [[βιασύνη]] ή [[ενέχω]] στοιχεία ή ιδιότητες που απαιτούν [[σπουδή]] (α. «τα έγγραφα αυτα κατεπείγουν» β. «[[οὔτε]] τι κωλύει, [[οὔτε]] κατεπείγει», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατεπείγομαι</i><br />[[σπεύδω]] βιαστικά, κατευθύνομαι βιαστικά («ἐκ Κορίνθου Ἀθήναζε κατεπείγομαι», Αλκίφρ.)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) [[κατεπείγων]], -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />α) (για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που [[πρέπει]] να γίνει [[γρήγορα]] ή που επιβάλλει άμεση [[εκτέλεση]] (α. «κατεπείγουσα [[διαταγή]]» β. «το [[γράμμα]] [[πρέπει]] να ταχυδρομηθεί [[αμέσως]], [[γιατί]] [[είναι]] κατεπείγον»)<br />β) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κατεπείγον</i><br />η επείγουσα [[ανάγκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ως απρόσ.) <i>κατεπείγει</i><br />υπάρχει βία, υπάρχει [[μεγάλη]] [[ανάγκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[καταπιέζω]] («χαλεπὸν κατὰ [[γῆρας]] ἐπείγει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υποχρεώνω]], [[αναγκάζω]] κάποιον να βιάζεται, να κάνει εσπευσμένα [[κάτι]] («κατεπείγει γὰρ [[ὕδωρ]] [[ῥέον]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανυπομονώ]], [[ζητώ]] [[κάτι]] επειγόντως, με [[ανυπομονησία]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> (για νόσο) <i>τὸ κατεπεῖγον</i><br />[[σύμπτωμα]] νόσου που απαιτεί γρήγορη [[επέμβαση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm