μονή: Difference between revisions

No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μονή]])<br /><b>1.</b> [[μοναστήρι]]<br /><b>2.</b> [[τόπος]] διαμονής, [[κατάλυμα]] («ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[τόπος]] στον οποίο μένει ή σταθμεύει [[κανείς]] προσωρινά, [[χάνι]], [[πανδοχείο]] («τέτμηται δὲ διὰ τῶν μονῶν ἡ [[ὁδός]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αιώνιες μονές» — η [[μετά]] θάνατον ζωή («μετέστη εις τας αιωνίους [[μονάς]]» — πέθανε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φωλιά]] άγριου ζώου, [[μονιά]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[μελωδία]] [[πάνω]] στον ίδιο μουσικό φθόγγο με περισσότερους από έναν χρόνο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[καλύβα]] για [[διαμονή]] ζώου, [[στάβλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λημέρι]]<br /><b>2.</b> (για νεκρό) [[τάφος]]<br /><b>3.</b> [[απόσταση]] [[ανάμεσα]] σε δύο στάσεις ή διανυκτερεύσεις<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἄϋλοι μοναί» — η μέλλουσα ζωή<br />β) «μοναί κυρίου» — [[παράδεισος]]<br />γ) «[[ἀπέρχομαι]] εἰς τὰς ἐκεῑθεν [[μονάς]]» — [[πεθαίνω]]<br />δ) «ποιῶ μονήν» — [[κατασκηνώνω]], [[διαμένω]] προσωρινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμονή]] σε έναν [[τόπο]], [[αργοπορία]]<br />(«μὴ λαμβάνειν μονὴν [[μηδὲ]] στάσιν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> χρονική [[διάρκεια]] («μονὴ αἰσθήματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μονιμότητα]], [[στερεότητα]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[διατήρηση]]<br /><b>5.</b> [[μοναστικός]] [[βίος]]<br /><b>6.</b> [[βεβαίωση]] ενώπιον δικαστηρίου η οποία [[κυρίως]] αφορά την [[ανάληψη]] υποχρέωσης από εκείνον που κάνει τη [[βεβαίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μένω]]. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μου</i>- του θ. <i>μεν</i>- του [[μένω]]. Η [[χρησιμοποίηση]] της λέξης στους χριστιανικούς χρόνους με σημ. «[[μοναστήρι]]» τη συνέδεσε παρετυμολογικά με τους τ. [[μόνος]], [[μονάζω]] κ.λπ.].
|mltxt=η (ΑΜ [[μονή]])<br /><b>1.</b> [[μοναστήρι]]<br /><b>2.</b> [[τόπος]] διαμονής, [[κατάλυμα]] («ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[τόπος]] στον οποίο μένει ή σταθμεύει [[κανείς]] προσωρινά, [[χάνι]], [[πανδοχείο]] («τέτμηται δὲ διὰ τῶν μονῶν ἡ [[ὁδός]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αιώνιες μονές» — η [[μετά]] θάνατον ζωή («μετέστη εις τας αιωνίους [[μονάς]]» — πέθανε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φωλιά]] άγριου ζώου, [[μονιά]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[μελωδία]] [[πάνω]] στον ίδιο μουσικό φθόγγο με περισσότερους από έναν χρόνο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[καλύβα]] για [[διαμονή]] ζώου, [[στάβλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λημέρι]]<br /><b>2.</b> (για νεκρό) [[τάφος]]<br /><b>3.</b> [[απόσταση]] [[ανάμεσα]] σε δύο στάσεις ή διανυκτερεύσεις<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἄϋλοι μοναί» — η μέλλουσα ζωή<br />β) «μοναί κυρίου» — [[παράδεισος]]<br />γ) «[[ἀπέρχομαι]] εἰς τὰς ἐκεῖθεν [[μονάς]]» — [[πεθαίνω]]<br />δ) «ποιῶ μονήν» — [[κατασκηνώνω]], [[διαμένω]] προσωρινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμονή]] σε έναν [[τόπο]], [[αργοπορία]]<br />(«μὴ λαμβάνειν μονὴν [[μηδὲ]] στάσιν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> χρονική [[διάρκεια]] («μονὴ αἰσθήματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μονιμότητα]], [[στερεότητα]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[διατήρηση]]<br /><b>5.</b> [[μοναστικός]] [[βίος]]<br /><b>6.</b> [[βεβαίωση]] ενώπιον δικαστηρίου η οποία [[κυρίως]] αφορά την [[ανάληψη]] υποχρέωσης από εκείνον που κάνει τη [[βεβαίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μένω]]. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μου</i>- του θ. <i>μεν</i>- του [[μένω]]. Η [[χρησιμοποίηση]] της λέξης στους χριστιανικούς χρόνους με σημ. «[[μοναστήρι]]» τη συνέδεσε παρετυμολογικά με τους τ. [[μόνος]], [[μονάζω]] κ.λπ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm