πράξη: Difference between revisions

No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[πράξις]], -εως, ΝΜΑ, ιων. τ. [[πρῆξις]], -ήξιος, Α [[πράττω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πράττω]], η [[επιτέλεση]] έργου και το επιτελούμενο [[έργο]] (α. «η [[πράξη]] του αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> το επιτελούμενο [[έργο]] σε [[σχέση]] με το [[είδος]] ή τον σκοπό της επιτελούμενης ενέργειας (α. «αγαθή [[πράξη]]» β. «ἔν τε πολεμικῇ πράξει ὄντος ἀνδρείου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[ενέργεια]], η [[δράση]], σε [[αντιδιαστολή]] με τα [[λόγια]] ή τις αφηρημένες καταστάσεις (α. «τα [[λόγια]] [[είναι]] εύκολα, μα δύσκολες οι πράξεις» β. «ἔργῳ καὶ πράξεσιν, οὐχὶ λόγους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> εμπορική [[ενέργεια]] ή χρηματιστηριακή [[συναλλαγή]], [[αγοραπωλησία]] (α. «πράξεις επί [[προθεσμία]]» β. «ἐπὶ πρῆξιν ἔπλεον»)<br /><b>5.</b> [[πείρα]], [[ικανότητα]] που αποκτήθηκε με την [[άσκηση]] (α. «[[γιατί]] είχεν ο [[θαλασσινός]] [[γνώση]] πολλή και [[πράξη]]», Ζερβ.<br />β. «κατανοῶν δὲ τὸν Ἀντίγονον καὶ πρᾱξιν ἔχοντα καὶ ἐμπειρίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> ερωτικό [[σμίξιμο]], σαρκική [[επαφή]], [[συνουσία]] (α. «τον έπιασαν [[πάνω]] στην [[πράξη]]» β. «τέτταρας δραχμὰς αὐτὸν [[ὑπὲρ]] τῆς πράξεως τούτης ἀπεστερηκέναι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[άσκηση]], [[θέση]] σε [[εφαρμογή]], [[εκτέλεση]] (α. «έθεσαν σε [[πράξη]] τα όσα είχαν αποφασίσει» β. «το σχέδιό του αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην [[πράξη]]», γ. «ἐν ταῖς τῶν χειρῶν πράξεσιν ἢ σκελῶν ἢ στόματός τε καὶ φωνῆς ἢ διανοίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «Πράξεις τῶν Αποστόλων»<br /><b>εκκλ.</b> ιστορικό [[βιβλίο]] της Καινής Διαθήκης που γράφηκε από τον ευαγγελιστή Λουκά, πιθανότατα στη [[Ρώμη]] [[γύρω]] στο β3 μ.Χ., αποτελεί [[συνέχεια]] του Ευαγγελίου του, απαρτίζεται από 28 κεφάλαια, διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία στο μεν πρώτο εξιστορείται η [[δράση]] του αποστόλου Πέτρου σχετικά με την [[ίδρυση]] και [[εξάπλωση]] της Εκκλησίας στον ιουδαϊκό και εθνικό κόσμο, ενώ στο δεύτερο εξιστορείται η [[δράση]] του αποστόλου Παύλου, απευθύνεται [[προς]] τον «κράτιστον Θεόφιλον» και [[σκοπός]] του ήταν να καταδειχθεί ότι οι απόστολοι, ενισχυμένοι από το Άγιο Πνεύμα, εκπλήρωσαν την [[αποστολή]] που τους είχε αναθέσει ο Ιησούς μέσω του Αγίου Πνεύματος, [[δηλαδή]] το [[κήρυγμα]] του Ευαγγελίου <i>έως εσχάτων της γης</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> διοικητική [[ενέργεια]], διοικητική [[απόφαση]] (α. «διορίστηκε με [[πράξη]] του υπουργού» β. «το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει το [[δικαίωμα]] ακυρώσεως τών πράξεων της Διοικήσεως που επιχειρούνται με [[κατάχρηση]] της διακριτικής εξουσίας»)<br /><b>2.</b> [[πολιτική]] [[απόφαση]], [[συμφωνία]] διεθνούς σώματος (α. «η Γενική Πράξη τών Βρυξελλών της 2ας Ιουλίου 1890 για την [[κατάργηση]] της εμπορίας δούλων» β. «η Τελική Πράξη του Ελσίνκι για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην [[Ευρώπη]]»)<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> [[εκδήλωση]] του φυσικού προσώπου συνειδητή, εκούσια και αντικειμενικώς διαγνώσιμη<br /><b>4.</b> [[εγγραφή]], [[καταχώριση]] σε ειδικό [[βιβλίο]] (α. «λογιστική [[πράξη]]» — [[εγγραφή]] εμπορικής πράξης, αγοραπωλησίας, στα λογιστικά βιβλία μιας επιχείρησης<br />β. «ληξιαρχική [[πράξη]]» — [[εγγραφή]] στα [[επίσημα]] ληξιαρχικά βιβλία με την οποία πιστοποιείται η αστική [[κατάσταση]] ενός προσώπου, η [[γέννηση]], ο [[γάμος]] και ο [[θάνατος]] του)<br /><b>5.</b> καθένα από τα αυτοτελή μέρη της δράσης σκηνικού έργου (α. «[[δράμα]] σε [[τρεις]] πράξεις» β. «όπερα σε [[τέσσερεις]] πράξεις»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «αριθμητική [[πράξη]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[καθένας]] από τους [[τέσσερεις]] γενικούς τρόπους με τους οποίους από δοθέντες αριθμούς ή, γενικότερα, όρους, παράγεται [[άλλος]], [[δηλαδή]] η [[πρόσθεση]], η [[αφαίρεση]], ο [[πολλαπλασιασμός]] και η [[διαίρεση]]<br />β) «αλγεβρικές πράξεις»<br /><b>μαθημ.</b> ποικίλοι μετασχηματισμοί στις αλγεβρικές παραστάσεις και εξισώσεις («πράξεις ανάλυσης»)<br />γ) «προθεσμιακή [[πράξη]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[αγοραπωλησία]] αξιών ή εμπορευμάτων, όταν συμφωνείται από τους συμβαλλομένους να γίνει η παράδοσή τους στον αγοραστή σε χρόνο μεταγενέστερο από την [[ημέρα]] που υπογράφηκε η [[συμφωνία]]<br />δ) «ταμειακή [[πράξη]]» — [[κάθε]] [[κίνηση]] μετρητών στο [[ταμείο]] μιας οικονομικής μονάδας και οι αντίστοιχες λογιστικές εγγραφές<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παρόρμηση]], [[ερέθισμα]] για [[άθλο]]<br /><b>2.</b> [[αποκαθήλωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζήτημα]], [[υπόθεση]], δουλειά (α. «πρῆξιν [[μηδὲ]] φίλοισιν [[ὁμῶς]] ἀνακινέο πᾱσιν», θεόγν.<br />β. «ᾧ λυμαινόμεθα τὴν πράξιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είσπραξη]] οφειλόμενων χρηματικών ποσών (α. «τὸν τρόπον τῆς πράξεως τοῦ μισθοῦ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> πολεμική [[ενέργεια]] («ἐν αὐτῷ τῷ τῆς πράξεως καιρῷ διεφθάρη», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> δικαστική [[ενέργεια]], [[κίνηση]] αγωγής («κατὰ Ἀρτέμωνος ἔστω ἡ πρᾱξις τοῖς δανείσασι»<br /><b>5.</b> δικαστική [[απόφαση]] («χαλεπωτάτη τῶν ἀρχῶν ἐστιν ἡ περὶ τὰς πράξεις τῶν καταδικασθέντων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (στον <b>Αριστοτ.</b>) το [[σύνολο]] της δράσης στην [[τραγωδία]]<br /><b>7.</b> [[έκβαση]], το [[αποτέλεσμα]] μιας υπόθεσης και [[κυρίως]] το αίσιο και ευτυχές [[τέλος]] («πρᾱξιν οὐρίαν θέλων», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>8.</b> [[εκπλήρωση]] («φεῡ, ταχεῑά γ' ἦλθε χρησμῶν πρᾱξις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>9.</b> η [[δυνατότητα]] ευτυχούς ενέργειας («δὸς πόρον καὶ πρᾱξιν τῷ τόπῳ τούτῳ», πάπ.)<br /><b>10.</b> [[δημόσιο]] [[λειτούργημα]], [[υπούργημα]] («καὶ τὸ πρᾱον τῆς διοικηθείσης πρότερον πράξεως», Ηρωδ.)<br /><b>11.</b> η [[διδασκαλία]] ρήτορα ή φιλοσόφου<br /><b>12.</b> η [[διαγωγή]] ενός ατόμου από [[ηθική]] [[άποψη]]<br /><b>13.</b> [[κατάσταση]], [[τύχη]], [[μοίρα]] (α. «ἀπέκλαιε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ πρῆξιν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἀνδρὸς εὐτυχῆ κλύουσα πρᾱξιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>14.</b> [[εκδίκηση]], ανταπόδωση κακού<br /><b>15.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ πράξεις</i><br />α) [[πρακτικός]] [[βίος]] σε [[αντιδιαστολή]] με τον στοχασμό («[[μετὰ]] ταῦτα θεώμενον αὐτὰ ἐν ταῖς πράξεσιν [[ὄντα]] τε καὶ πραττόμενα», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[δημόσιος]] ή [[πολιτικός]] [[βίος]] («τὴν περὶ τὰς πράξεις καὶ τοὺς πολιτικοὺς λόγους ἐπιστήμην», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «πρᾱξιν [[λαμβάνω]]» — [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], εκδικούμαι<br />β) «πρᾱξις [[περί]] τίνος» — [[ενέργεια]] ως [[προς]] [[κάτι]]<br />γ) «πρᾱξις [[κατά]] τινος ἢ ἐπί τινα» — [[ενέργεια]] που τείνει σε [[βλάβη]] ή [[εξαπάτηση]] κάποιου, εχθρική [[ενέργεια]] [[εναντίον]] κάποιου<br />δ) «πρᾱξις [[καθάπερ]] δίκης»<br /><b>πιθ.</b> [[κατάσχεση]] περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη σε [[περίπτωση]] μη εξόφλησης του χρέους.
|mltxt=η / [[πράξις]], -εως, ΝΜΑ, ιων. τ. [[πρῆξις]], -ήξιος, Α [[πράττω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πράττω]], η [[επιτέλεση]] έργου και το επιτελούμενο [[έργο]] (α. «η [[πράξη]] του αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> το επιτελούμενο [[έργο]] σε [[σχέση]] με το [[είδος]] ή τον σκοπό της επιτελούμενης ενέργειας (α. «αγαθή [[πράξη]]» β. «ἔν τε πολεμικῇ πράξει ὄντος ἀνδρείου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[ενέργεια]], η [[δράση]], σε [[αντιδιαστολή]] με τα [[λόγια]] ή τις αφηρημένες καταστάσεις (α. «τα [[λόγια]] [[είναι]] εύκολα, μα δύσκολες οι πράξεις» β. «ἔργῳ καὶ πράξεσιν, οὐχὶ λόγους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> εμπορική [[ενέργεια]] ή χρηματιστηριακή [[συναλλαγή]], [[αγοραπωλησία]] (α. «πράξεις επί [[προθεσμία]]» β. «ἐπὶ πρῆξιν ἔπλεον»)<br /><b>5.</b> [[πείρα]], [[ικανότητα]] που αποκτήθηκε με την [[άσκηση]] (α. «[[γιατί]] είχεν ο [[θαλασσινός]] [[γνώση]] πολλή και [[πράξη]]», Ζερβ.<br />β. «κατανοῶν δὲ τὸν Ἀντίγονον καὶ πρᾱξιν ἔχοντα καὶ ἐμπειρίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> ερωτικό [[σμίξιμο]], σαρκική [[επαφή]], [[συνουσία]] (α. «τον έπιασαν [[πάνω]] στην [[πράξη]]» β. «τέτταρας δραχμὰς αὐτὸν [[ὑπὲρ]] τῆς πράξεως τούτης ἀπεστερηκέναι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[άσκηση]], [[θέση]] σε [[εφαρμογή]], [[εκτέλεση]] (α. «έθεσαν σε [[πράξη]] τα όσα είχαν αποφασίσει» β. «το σχέδιό του αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην [[πράξη]]», γ. «ἐν ταῖς τῶν χειρῶν πράξεσιν ἢ σκελῶν ἢ στόματός τε καὶ φωνῆς ἢ διανοίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «Πράξεις τῶν Αποστόλων»<br /><b>εκκλ.</b> ιστορικό [[βιβλίο]] της Καινής Διαθήκης που γράφηκε από τον ευαγγελιστή Λουκά, πιθανότατα στη [[Ρώμη]] [[γύρω]] στο β3 μ.Χ., αποτελεί [[συνέχεια]] του Ευαγγελίου του, απαρτίζεται από 28 κεφάλαια, διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία στο μεν πρώτο εξιστορείται η [[δράση]] του αποστόλου Πέτρου σχετικά με την [[ίδρυση]] και [[εξάπλωση]] της Εκκλησίας στον ιουδαϊκό και εθνικό κόσμο, ενώ στο δεύτερο εξιστορείται η [[δράση]] του αποστόλου Παύλου, απευθύνεται [[προς]] τον «κράτιστον Θεόφιλον» και [[σκοπός]] του ήταν να καταδειχθεί ότι οι απόστολοι, ενισχυμένοι από το Άγιο Πνεύμα, εκπλήρωσαν την [[αποστολή]] που τους είχε αναθέσει ο Ιησούς μέσω του Αγίου Πνεύματος, [[δηλαδή]] το [[κήρυγμα]] του Ευαγγελίου <i>έως εσχάτων της γης</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> διοικητική [[ενέργεια]], διοικητική [[απόφαση]] (α. «διορίστηκε με [[πράξη]] του υπουργού» β. «το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει το [[δικαίωμα]] ακυρώσεως τών πράξεων της Διοικήσεως που επιχειρούνται με [[κατάχρηση]] της διακριτικής εξουσίας»)<br /><b>2.</b> [[πολιτική]] [[απόφαση]], [[συμφωνία]] διεθνούς σώματος (α. «η Γενική Πράξη τών Βρυξελλών της 2ας Ιουλίου 1890 για την [[κατάργηση]] της εμπορίας δούλων» β. «η Τελική Πράξη του Ελσίνκι για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην [[Ευρώπη]]»)<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> [[εκδήλωση]] του φυσικού προσώπου συνειδητή, εκούσια και αντικειμενικώς διαγνώσιμη<br /><b>4.</b> [[εγγραφή]], [[καταχώριση]] σε ειδικό [[βιβλίο]] (α. «λογιστική [[πράξη]]» — [[εγγραφή]] εμπορικής πράξης, αγοραπωλησίας, στα λογιστικά βιβλία μιας επιχείρησης<br />β. «ληξιαρχική [[πράξη]]» — [[εγγραφή]] στα [[επίσημα]] ληξιαρχικά βιβλία με την οποία πιστοποιείται η αστική [[κατάσταση]] ενός προσώπου, η [[γέννηση]], ο [[γάμος]] και ο [[θάνατος]] του)<br /><b>5.</b> καθένα από τα αυτοτελή μέρη της δράσης σκηνικού έργου (α. «[[δράμα]] σε [[τρεις]] πράξεις» β. «όπερα σε [[τέσσερεις]] πράξεις»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «αριθμητική [[πράξη]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[καθένας]] από τους [[τέσσερεις]] γενικούς τρόπους με τους οποίους από δοθέντες αριθμούς ή, γενικότερα, όρους, παράγεται [[άλλος]], [[δηλαδή]] η [[πρόσθεση]], η [[αφαίρεση]], ο [[πολλαπλασιασμός]] και η [[διαίρεση]]<br />β) «αλγεβρικές πράξεις»<br /><b>μαθημ.</b> ποικίλοι μετασχηματισμοί στις αλγεβρικές παραστάσεις και εξισώσεις («πράξεις ανάλυσης»)<br />γ) «προθεσμιακή [[πράξη]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[αγοραπωλησία]] αξιών ή εμπορευμάτων, όταν συμφωνείται από τους συμβαλλομένους να γίνει η παράδοσή τους στον αγοραστή σε χρόνο μεταγενέστερο από την [[ημέρα]] που υπογράφηκε η [[συμφωνία]]<br />δ) «ταμειακή [[πράξη]]» — [[κάθε]] [[κίνηση]] μετρητών στο [[ταμείο]] μιας οικονομικής μονάδας και οι αντίστοιχες λογιστικές εγγραφές<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παρόρμηση]], [[ερέθισμα]] για [[άθλο]]<br /><b>2.</b> [[αποκαθήλωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζήτημα]], [[υπόθεση]], δουλειά (α. «πρῆξιν [[μηδὲ]] φίλοισιν [[ὁμῶς]] ἀνακινέο πᾱσιν», θεόγν.<br />β. «ᾧ λυμαινόμεθα τὴν πράξιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είσπραξη]] οφειλόμενων χρηματικών ποσών (α. «τὸν τρόπον τῆς πράξεως τοῦ μισθοῦ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> πολεμική [[ενέργεια]] («ἐν αὐτῷ τῷ τῆς πράξεως καιρῷ διεφθάρη», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> δικαστική [[ενέργεια]], [[κίνηση]] αγωγής («κατὰ Ἀρτέμωνος ἔστω ἡ πρᾱξις τοῖς δανείσασι»<br /><b>5.</b> δικαστική [[απόφαση]] («χαλεπωτάτη τῶν ἀρχῶν ἐστιν ἡ περὶ τὰς πράξεις τῶν καταδικασθέντων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (στον <b>Αριστοτ.</b>) το [[σύνολο]] της δράσης στην [[τραγωδία]]<br /><b>7.</b> [[έκβαση]], το [[αποτέλεσμα]] μιας υπόθεσης και [[κυρίως]] το αίσιο και ευτυχές [[τέλος]] («πρᾱξιν οὐρίαν θέλων», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>8.</b> [[εκπλήρωση]] («φεῡ, ταχεῖά γ' ἦλθε χρησμῶν πρᾱξις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>9.</b> η [[δυνατότητα]] ευτυχούς ενέργειας («δὸς πόρον καὶ πρᾱξιν τῷ τόπῳ τούτῳ», πάπ.)<br /><b>10.</b> [[δημόσιο]] [[λειτούργημα]], [[υπούργημα]] («καὶ τὸ πρᾱον τῆς διοικηθείσης πρότερον πράξεως», Ηρωδ.)<br /><b>11.</b> η [[διδασκαλία]] ρήτορα ή φιλοσόφου<br /><b>12.</b> η [[διαγωγή]] ενός ατόμου από [[ηθική]] [[άποψη]]<br /><b>13.</b> [[κατάσταση]], [[τύχη]], [[μοίρα]] (α. «ἀπέκλαιε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ πρῆξιν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἀνδρὸς εὐτυχῆ κλύουσα πρᾱξιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>14.</b> [[εκδίκηση]], ανταπόδωση κακού<br /><b>15.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ πράξεις</i><br />α) [[πρακτικός]] [[βίος]] σε [[αντιδιαστολή]] με τον στοχασμό («[[μετὰ]] ταῦτα θεώμενον αὐτὰ ἐν ταῖς πράξεσιν [[ὄντα]] τε καὶ πραττόμενα», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[δημόσιος]] ή [[πολιτικός]] [[βίος]] («τὴν περὶ τὰς πράξεις καὶ τοὺς πολιτικοὺς λόγους ἐπιστήμην», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «πρᾱξιν [[λαμβάνω]]» — [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], εκδικούμαι<br />β) «πρᾱξις [[περί]] τίνος» — [[ενέργεια]] ως [[προς]] [[κάτι]]<br />γ) «πρᾱξις [[κατά]] τινος ἢ ἐπί τινα» — [[ενέργεια]] που τείνει σε [[βλάβη]] ή [[εξαπάτηση]] κάποιου, εχθρική [[ενέργεια]] [[εναντίον]] κάποιου<br />δ) «πρᾱξις [[καθάπερ]] δίκης»<br /><b>πιθ.</b> [[κατάσχεση]] περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη σε [[περίπτωση]] μη εξόφλησης του χρέους.
}}
}}