λαμβάνω: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(CSV import)
Line 57: Line 57:
{{WoodhouseVerbsReversedFirstPerson
{{WoodhouseVerbsReversedFirstPerson
|woodvrf=[[acquire]], [[catch]], [[contract]], [[derive]], [[grasp]], [[obtain]], [[overtake]], [[receive]], [[seize]], [[surprise]], [[take]], [[catch in the act]], [[come upon suddenly]], [[derive from]], [[grasp with the mind]], [[take by treachery]], [[take in marriage]], [[take in the act]], [[take to wife]]
|woodvrf=[[acquire]], [[catch]], [[contract]], [[derive]], [[grasp]], [[obtain]], [[overtake]], [[receive]], [[seize]], [[surprise]], [[take]], [[catch in the act]], [[come upon suddenly]], [[derive from]], [[grasp with the mind]], [[take by treachery]], [[take in marriage]], [[take in the act]], [[take to wife]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=παίρνω). Ἀρχικό [[θέμα]] σλαβκαί σληβ-. Ρίζα λαβ-. Θέματα: α) ἀσθενές λαβ + [[πρόσφυμα]] ν μπροστά ἀπό τό χαρακτήρα καί αν [[μετά]] τό χαρακτήρα → λα-ν-β-άν-ω καί μέ [[τροπή]] τοῦ ν σέ μ → [[λαμβάνω]], β) ἰσχυρό: ληβ (μελλ. λήβ-σο-μαι → [[λήψομαι]]). Παρακείμενος: σε-σλαφ-α → σε-σληφ-α, μέ ἀφομοίωση τοῦ δευτέρου σ → σέ-λληφ-α καί μέ ἁ-πλοποίηση τῶν δύο λ, ἀντέκταση καί [[ἀποβολή]] τοῦ σ → [[εἴληφα]]. Μέσος παρακ.: σέ-σλαβ-μαι → σέ-σληβ-μαι → σέ-σλημμαι → σέ-λλημ-μαι → [[εἴλημμαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[λαβή]], [[συλλαβή]], παραλαβή, ἀπολαβή, [[ἀντιλαβή]], χειρολαβή, [[εὐλαβής]], [[λαβίς]] (=χερούλι), [[λάφυρον]] (=[[λεία]] τοῦ πολέμου, πλιάτσικο), [[ἀμφιλαφής]] (=[[κατάφυτος]]), [[ἐργολάβος]], ἐργολαβῶ, [[ἐργολαβία]], [[λῆμμα]] (=[[κέρδος]]), [[λημματικός]], [[λημμάτιον]] (ὑποκορ.), [[λῆψις]] καί τά σύνθ. (ἀνά, [[κατά]], [[περί]], [[ἀντί]], ἀπό, [[ἐπί]], [[μετά]], πρόσ, σύλ, ὑπό)ληψις, [[ἀνδροληψία]] (=σύλληψη [[ἀνδρῶν]] ἐνόχων), [[ληπτέος]], ληπτέον, (δια, ἀντι, ἀνα, ἀπο, παρα, μετα, ὑπο)ληπτέον, [[λήπτης]], [[παραλήπτης]], [[ἐργολήπτης]], [[ληπτικός]], [[ἐπιληπτικός]], [[ληπτός]], (ἄ, ἀνεπί, [[ἐπί]], εὔ, νυμφό)ληπτος, (κατα, παρα, περι)[[ληπτός]], [[ἀσύλληπτος]], [[δυσανάληπτος]], θρησκόληπτος, [[ἀντιλήπτωρ]] (=[[βοηθός]]), [[συλλήβδην]] (=σύντομα, περιληπτικά), [[καταλαμπτέος]].
}}
}}