λευκός: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
(CSV import)
Line 57: Line 57:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[white]], [[white with age]]
|woodrun=[[white]], [[white with age]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[καθαρός]], [[λαμπρός]], [[ἄσπρος]]). Ἀπό τό [[λύκη]] (=φῶς), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ρίζα λυκκαί μέ μετάπτωση λευκ- ([[λεύσσω]] = [[βλέπω]]). Παράγωγα τοῦ [[λευκός]]: [[λευκότης]], [[λευκαίνω]], [[λεύκανσις]], διαλεύκανσις, [[λευκαντής]], [[λευκαντικός]], [[λευκαντέον]], λευκῶ (=ἀσπρίζω), [[λεύκωμα]], [[λεύκωσις]] καί τά σύνθετα: [[λευκανθής]], [[λευκόθριξ]], [[λευκοθώραξ]], [[λευκόπηχυς]], [[λευκόπους]], [[λευκόχρους]], [[λευκώλενος]], [[λευχείμων]] (=μέ ἄσπρα ροῦχα), λευχειμονῶ, [[λεύκη]] (=καβάκι).
}}
}}