ἐπιτήδειος: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 42: Line 42:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[acquaintance]], [[convenient]], [[fit]], [[fitting]], [[friend]], [[suitable]], [[adapted for]], [[favorable for]], [[favourable for]]
|woodrun=[[acquaintance]], [[convenient]], [[fit]], [[fitting]], [[friend]], [[suitable]], [[adapted for]], [[favorable for]], [[favourable for]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κατάλληλος]], [[χρήσιμος]], [[φιλικός]]). Ἀπό τό ἐπιρρ. [[ἐπιτηδές]] (στόν Ἡροδ. καί στούς Ἀττ. γράφεται [[ἐπίτηδες]]). Τό [[ἐπίτηδες]] [[ἴσως]] ἀπό τό [[ἐπί]] + [[τάδε]] ἤ [[τῇδε]]+ς (=γι' [[αὐτό]] τό σκοπό) ἤ ἀπό τό [[ἐπί]] τό ᾖδος (=πρός τό εὐχάριστο) ἤ ἀπό τήν ἴδια ρίζα τοῦ [[τείνω]]. Ἄλλα παράγωγα: [[ἐπιτηδείως]], [[ἐπιτηδειότης]], [[ἐπιτήδευμα]] (=[[ἀσχολία]]), [[ἐπιτήδευσις]], [[ἐπιτηδευτέον]], [[ἐπιτηδευτός]], [[ἐπιτηδεύω]] (=[[καταγίνομαι]] σέ κάτι), [[ἐπιτετηδευμένως]] (=μέ [[ἐπιμέλεια]]), [[ἀνεπιτήδευτος]].
}}
}}