3,274,873
edits
(15) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκαιρία]], Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [[εύκαιρος]]<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] [[καιρός]], ευνοϊκή [[περίσταση]] για [[κάτι]] (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε [[ευκαιρία]] και πλούτισε»)<br /><b>2.</b> [[χρόνος]] [[διαθέσιμος]] (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «[[μόλις]] βρω [[ευκαιρία]], θα σέ επισκεφθώ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> («[[τιμή]] ευκαιρίας» — συμφέρουσα [[τιμή]] αγοράς)<br /><b>2.</b> «σε πρώτη [[ευκαιρία]]» ή «με την πρώτη [[ευκαιρία]]» — στην πρώτη κατάλληλη [[περίσταση]] που θα παρουσιαστεί<br /><b>3.</b> «επί τῃ ευκαιρίᾳ» ή «επ' [[ευκαιρία]]» — λόγω της παρουσίασης ή με την [[παρουσίαση]] μιας κατάλληλης περίστασης<br /><b>4.</b> «δώσε μου [[ακόμη]] μία [[ευκαιρία]]» — δώσε μου [[ακόμη]] μία [[δυνατότητα]], [[ακόμη]] ένα [[περιθώριο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αδράνεια]], [[απραξία]]<br /><b>2.</b> [[κενότητα]], [[κουφότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρμοδιότητα]], [[καταλληλότητα]] («περὶ στίχων εὐκαιρίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> κατάλληλη [[θέση]], επίκαιρη [[τοποθεσία]] («τὴν εὐκαιρίαν τῶν [[πόλεων]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> κατάλληλη [[χορήγηση]], [[αφθονία]] («εὐκαιρίας ὑδάτων», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[πλούτος]], [[ευημερία]] («εὐκαιρίαν δὲ οὐκ ἔχει» — δεν έχει [[περιουσία]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐκαιρία]], Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [[εύκαιρος]]<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] [[καιρός]], ευνοϊκή [[περίσταση]] για [[κάτι]] (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε [[ευκαιρία]] και πλούτισε»)<br /><b>2.</b> [[χρόνος]] [[διαθέσιμος]] (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «[[μόλις]] βρω [[ευκαιρία]], θα σέ επισκεφθώ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> («[[τιμή]] ευκαιρίας» — συμφέρουσα [[τιμή]] αγοράς)<br /><b>2.</b> «σε πρώτη [[ευκαιρία]]» ή «με την πρώτη [[ευκαιρία]]» — στην πρώτη κατάλληλη [[περίσταση]] που θα παρουσιαστεί<br /><b>3.</b> «επί τῃ ευκαιρίᾳ» ή «επ' [[ευκαιρία]]» — λόγω της παρουσίασης ή με την [[παρουσίαση]] μιας κατάλληλης περίστασης<br /><b>4.</b> «δώσε μου [[ακόμη]] μία [[ευκαιρία]]» — δώσε μου [[ακόμη]] μία [[δυνατότητα]], [[ακόμη]] ένα [[περιθώριο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αδράνεια]], [[απραξία]]<br /><b>2.</b> [[κενότητα]], [[κουφότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρμοδιότητα]], [[καταλληλότητα]] («περὶ στίχων εὐκαιρίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> κατάλληλη [[θέση]], επίκαιρη [[τοποθεσία]] («τὴν εὐκαιρίαν τῶν [[πόλεων]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> κατάλληλη [[χορήγηση]], [[αφθονία]] («εὐκαιρίας ὑδάτων», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[πλούτος]], [[ευημερία]] («εὐκαιρίαν δὲ οὐκ ἔχει» — δεν έχει [[περιουσία]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[opportunity]]=== | |||
Albanian: mundësi, shans, nge; Arabic: فُرْصَة; Egyptian Arabic: فرصة; Armenian: հնարավորություն; Asturian: oportunidá; Azerbaijani: imkan, fürsət; Bashkir: форсат; Belarusian: магчымасць, шанс, шанц; Bengali: মওকা; Bulgarian: възможност, шанс; Burmese: အခွင့်အရေး; Catalan: oportunitat, ocasió; Chinese Cantonese: 機會, 机会; Mandarin: 機會, 机会; Min Nan: 機會, 机会; Czech: příležitost, šance; Danish: mulighed, chance; Dutch: [[kans]], [[mogelijkheid]]; Esperanto: okazo, oportuno; Estonian: võimalus; Finnish: tilaisuus, mahdollisuus; French: [[occasion]], [[opportunité]]; Galician: oportunidade, vagar, emposta; Georgian: შესაძლებლობა, შანსი; German: [[Gelegenheit]], [[Chance]], [[Möglichkeit]]; Gothic: 𐌻𐌴𐍅; Greek: [[ευκαιρία]]; Ancient Greek: [[εὐκαιρία]], [[καιρός]]; Hebrew: הִזְדַּמְנוּת; Hindi: अवसर, मौक़ा; Hungarian: alkalom, lehetőség; Hunsrik: Gelechenheet, Gelechenheit; Irish: faill, deis; Italian: [[occasione]], [[opportunità]], [[possibilità]], [[chance]]; Japanese: 機会, チャンス; Kabuverdianu: txansa, xanse; Kazakh: мүмкіндік; Khmer: ឱកាស; Korean: 기회(機會), 찬스; Kurdish Northern Kurdish: firset; Kyrgyz: мүмкүндүк, мүмкүнчүлүк; Lao: ໂອກາດ; Latin: [[opportunitas]], [[ampla]]; Latvian: iespēja; Lithuanian: próga; Macedonian: можност, шанса; Malayalam: അവസരം, തക്കം; Maltese: opportunità; Mongolian Cyrillic: боломж; Navajo: ashja; Northern Sami: vejolašvuohta; Norwegian Bokmål: mulighet, sjanse; Occitan: oportunitat; Pashto: فرصت; Persian: فرصت, شانس; Polish: gratka, możliwość, okazja, pretekst, sposobność, szansa; Portuguese: [[oportunidade]]; Romanian: oportunitate; Romansch: pussaivladad; Russian: [[возможность]], [[шанс]]; Serbo-Croatian Cyrillic: могућно̄ст, прилика, при̏года, ша̏нса; Roman: mogúćnōst, prílika, prȉgoda, šȁnsa; Slovak: príležitosť, šanca; Slovene: priložnost; Sorbian Lower Sorbian: góźba; Spanish: [[oportunidad]]; Swahili: fursa; Swedish: tillfälle, möjlighet; Tajik: фурсат, имконият, имкон; Tatar: форсат; Telugu: అవకాశం; Thai: โอกาส; Turkish: fırsat; Turkmen: pursat; Ukrainian: можливість, шанс; Urdu: فرصت, موقع; Uyghur: پۇرسەت; Uzbek: imkoniyat, fursat; Vietnamese: cơ hội; Zhuang: gihvei | |||
}} | }} |