ἀχόρταστος: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἄατος, ἄβορος" to "Ancient Greek: ἄατος, ἄβαρτος, ἄβορος")
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀχόρταστος:''' [[ненасытный]] ([[τύχη]] Men.).
|elrutext='''ἀχόρταστος:''' [[ненасытный]] ([[τύχη]] Men.).
}}
{{grml
|mltxt=[[αχόρταγος]] και [[αχόρταστος]], -η, -ο (AM [[ἀχόρταστος]], -ον [[χορτάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί να χορτάσει, ο [[ακόρεστος]], ο [[άπληστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν χόρτασε, ο πεινασμένος<br /><b>2.</b> [[λαίμαργος]], [[αδηφάγος]]<br /><b>3.</b> [[ανικανοποίητος]].
}}
}}
{{trml
{{trml