κρόταλον: Difference between revisions

m
pape replacement
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρόταλον -ου, τό [κρότος] alleen plur. ratel, klepper (ter begeleiding van dansen):. αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι κροταλίζουσι sommige vrouwen klepperden met hun ratels Hdt. 2.60.1. sing. overdr. ratel, kletser:. κρόταλον δριμύ sluwe kletser Eur. Cycl. 104.
|elnltext=κρόταλον -ου, τό [κρότος] alleen plur. ratel, klepper (ter begeleiding van dansen):. αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι κροταλίζουσι sommige vrouwen klepperden met hun ratels Hdt. 2.60.1. sing. overdr. ratel, kletser:. κρόταλον δριμύ sluwe kletser Eur. Cycl. 104.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 36: Line 36:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό κροτῶ (=χτυπῶ), πού παράγεται ἀπό τό [[κρότος]] κι' [[αὐτό]] ἀπό τό [[κρούω]]. Παράγωγα τού κροτῶ: [[κροταλίζω]], [[κροτάλισμα]], [[κρόταφος]] (=τό πλάγιο [[μέρος]] τοῦ μετώπου), [[κρότημα]], χειροκρότημα, ποδοκρότημα, [[κρότησις]], [[συγκρότησις]] (=[[σχηματισμός]]), [[ἐπικρότησις]] (=ἐπίπληξη, ἐπιδοκιμασία), [[κροτησμός]], [[κροτητός]], [[ἀξυγκρότητος]] (=ὁ [[μή]] ἀσκημένος νά κωπηλατεῖ μαζί μέ [[τούς]] ἄλλους, ὁ [[χαλαρός]] καί [[ἀσυνάρτητος]]).
|mantxt=Ἀπό τό κροτῶ (=χτυπῶ), πού παράγεται ἀπό τό [[κρότος]] κι' [[αὐτό]] ἀπό τό [[κρούω]]. Παράγωγα τού κροτῶ: [[κροταλίζω]], [[κροτάλισμα]], [[κρόταφος]] (=τό πλάγιο [[μέρος]] τοῦ μετώπου), [[κρότημα]], χειροκρότημα, ποδοκρότημα, [[κρότησις]], [[συγκρότησις]] (=[[σχηματισμός]]), [[ἐπικρότησις]] (=ἐπίπληξη, ἐπιδοκιμασία), [[κροτησμός]], [[κροτητός]], [[ἀξυγκρότητος]] (=ὁ [[μή]] ἀσκημένος νά κωπηλατεῖ μαζί μέ [[τούς]] ἄλλους, ὁ [[χαλαρός]] καί [[ἀσυνάρτητος]]).
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Klapper]]</i>, nach <i>Schol. Ar. Nub</i>. 259 <i>ein gespaltenes Rohr</i>, κατασκευαζόμενον [[ἐπίτηδες]], ὥστε ἠχεῖν, εἴ τις δονοίη ταῖς [[χερσί]]; auch von Erz od. von [[Muschelschalen]] nach Eust.; z.B. κρόταλα χαλκοῦ [[neben]] τυμπάνων ἀράγματα Eur. <i>Cycl</i>. 204; Βρόμια <i>Hel</i>. 1324; Her. 2.60 von [[Frauen]] [[gespielt]]; vgl. [[δίσκος]]; χειροτυπὴς κροτάλων [[πάταγος]] Mel. 260 (V.175); vgl. auch Ath. IV.176 a.<br>übertragen, <i>Zungendrescher, [[Plappermaul]]</i>, Ar. <i>Nub</i>. 260, 448; auch adj., οἶδ' ἄνδρα [[κρόταλον]] Eur. <i>Cycl</i>. 404. – Nach Suid. auch masc. – Nach Eumach. bei Ath. XV.681e hieß auch <i>die Narcisse</i> so.
}}
}}