ἀμβλίσκω: Difference between revisions

m
pape replacement
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=προξενῶ ἐξάμβλωση, [[ἀποβολή]]) & [[ἀμβλόω]]. Ἀπό τό [[ἀμβλύς]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἄμβλωσις]] (=[[ἀποβολή]]), [[ἄμβλωμα]].
|mantxt=(=προξενῶ ἐξάμβλωση, [[ἀποβολή]]) & [[ἀμβλόω]]. Ἀπό τό [[ἀμβλύς]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἄμβλωσις]] (=[[ἀποβολή]]), [[ἄμβλωμα]].
}}
{{pape
|ptext=fut. ἀμβλώσω, <i>eine [[Fehlgeburt]] tun</i>, Plat. <i>Theaet</i>. 149d; [[absichtlich]], also <i>die [[Frucht]] [[töten]]</i>, Plut. <i>Lyc</i>. 3. Suid. hat auch [[ἀμβλώσκω]].
}}
}}