νεανιεύομαι: Difference between revisions

m
pape replacement
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεᾱνῐεύομαι:''' ([[νεανίας]]), αποθ., με Μέσ. μέλ. <i>-εύσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐνεανιευσάμην</i>· Παθ. παρακ. <i>νενεανίευμαι</i> — Παθ., [[ενεργώ]] όπως [[ένας]] [[θερμοκέφαλος]] [[νεαρός]], [[ενεργώ]] απερίσκεπτα, [[φιλονικώ]], [[καυχιέμαι]], [[νεανιεύομαι]] ἐν τοῖς λόγοις, σε Πλάτ.· τοιοῦτον [[νεανιεύομαι]], [[δίνω]] τέτοιες νεανικές, δηλ. απερίσκεπτες υποσχέσεις, σε Δημ.· με απαρ., [[ριψοκινδυνεύω]] με νεανικό [[θάρρος]], [[επιχειρώ]] με νεανικό [[πνεύμα]], σε Πλούτ. — Παθ., <i>ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις</i>, σε όλες τις νεανικές, απερίσκεπτες ενέργειές του, σε Δημ.
|lsmtext='''νεᾱνῐεύομαι:''' ([[νεανίας]]), αποθ., με Μέσ. μέλ. <i>-εύσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐνεανιευσάμην</i>· Παθ. παρακ. <i>νενεανίευμαι</i> — Παθ., [[ενεργώ]] όπως [[ένας]] [[θερμοκέφαλος]] [[νεαρός]], [[ενεργώ]] απερίσκεπτα, [[φιλονικώ]], [[καυχιέμαι]], [[νεανιεύομαι]] ἐν τοῖς λόγοις, σε Πλάτ.· τοιοῦτον [[νεανιεύομαι]], [[δίνω]] τέτοιες νεανικές, δηλ. απερίσκεπτες υποσχέσεις, σε Δημ.· με απαρ., [[ριψοκινδυνεύω]] με νεανικό [[θάρρος]], [[επιχειρώ]] με νεανικό [[πνεύμα]], σε Πλούτ. — Παθ., <i>ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις</i>, σε όλες τις νεανικές, απερίσκεπτες ενέργειές του, σε Δημ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεᾱνῐεύομαι, [[νεανίας]]<br />Dep., to act like a hot-headed [[youth]], to act [[wantonly]], to [[brawl]], [[swagger]], Plat.; τοιοῦτον ν. to make [[such]] [[youthful]] promises, Dem.:—c. inf. to [[undertake]] with [[youthful]] [[spirit]], Plut.:—Pass., ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις to all his [[wanton]] acts, Dem.
|mdlsjtxt=νεᾱνῐεύομαι, [[νεανίας]]<br />Dep., to act like a hot-headed [[youth]], to act [[wantonly]], to [[brawl]], [[swagger]], Plat.; τοιοῦτον ν. to make [[such]] [[youthful]] promises, Dem.:—c. inf. to [[undertake]] with [[youthful]] [[spirit]], Plut.:—Pass., ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις to all his [[wanton]] acts, Dem.
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], <i>ein [[Jüngling]] sein</i>, gew. <i>[[jugendlich]] [[übereilt]]</i> oder <i>[[übermütig]], [[mutwillig]]</i> oder <i>[[leichtsinnig]] [[handeln]]</i>; Plat. <i>Phaedr</i>. 235a; δοκεῖς νεανιεύεσθαι ἐν τοῖς λόγοις, <i>Gorg</i>. 482c, vgl. 527d; ἐνεανιεύσατο τοιοῦτον [[οὐδέν]], Dem. 21.69; im pass., ὡσπερεὶ κεφάλαια ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις ἐπέθηκεν, 21.18; Sp., wie Plut. <i>Mar</i>. 29, μακρὰ χαίρειν φράσας τοῖς ἐν τῇ βουλῇ νεανιευθεῖσι.
}}
}}