παραιωρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραιωρέομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> быть привешенным (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[виснуть]], [[льнуть]] (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).
|elrutext='''παραιωρέομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[быть привешенным]] (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);<br /><b class="num">2</b> [[виснуть]], [[льнуть]] (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 15:16, 25 November 2022

Russian (Dvoretsky)

παραιωρέομαι:
1 быть привешенным (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);
2 виснуть, льнуть (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).