Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καυκίον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(2b)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''καυκίον:''' τό [[кубок]], [[чаша]] Anth.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καυκίον]], το (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[καυκί]].
|mltxt=[[καυκί]], το (ΑΜ [[καυκίον]], Μ και [[καυκίν]] και [[καυχίν]])<br />[[κύπελλο]], [[ποτήρι]], [[κύλικας]] («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό [[σκεύος]], η [[καυκιά]]<br /><b>2.</b> [[βαθιά]] [[πιατέλα]], [[γαβάθα]]<br /><b>3.</b> το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το [[καβούκι]]<br /><b>4.</b> η [[επιγονατίδα]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> τα [[καυκιά]]<br />οι δίσκοι της ζυγαριάς<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[καυκί]] με την [[αράδα]] στο [[τραπέζι]] τριγυρίζει» — σε ομαδική [[συνεργασία]] δεν έχουν [[θέση]] οι προτιμήσεις<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κοίτη]] ποταμού<br /><b>2.</b> [[δίσκος]] με τον οποίο οι κωμοδρόμοι συνέλεγαν από τους θεατές χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καυκ</i>-<i>ίον</i> <span style="color: red;"><</span> [[καῦκος]], <i>ὁ</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ί</i> (<i>ον</i>), [[πρβλ]]. [[γατί]], [[παιδί]]].
}}
{{elru
|elrutext='''καυκίον:''' τό кубок, чаша Anth.
}}
}}

Latest revision as of 17:08, 27 November 2022

Russian (Dvoretsky)

καυκίον: τό кубок, чаша Anth.

Greek Monolingual

καυκί, το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν)
κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά
2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα
3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι
4. η επιγονατίδα
5. στον πληθ. τα καυκιά
οι δίσκοι της ζυγαριάς
6. παροιμ. «το καυκί με την αράδα στο τραπέζι τριγυρίζει» — σε ομαδική συνεργασία δεν έχουν θέση οι προτιμήσεις
μσν.
1. κοίτη ποταμού
2. δίσκος με τον οποίο οι κωμοδρόμοι συνέλεγαν από τους θεατές χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυκ-ίον < καῦκος, + υποκορ. κατάλ. -ί (ον), πρβλ. γατί, παιδί].